Το Αντίδωρο είναι ευλογημένος άρτος που βγαίνει από τα πρόσφορα, τα οποία προσέφεραν οι πιστοί. Και τα πρόσφεραν προκειμένου να τελεσθεί η θεία Λειτουργία. Γι’ αυτό και ονομάζεται «πρόσφορο», από το ρήμα «προσφέρω».
Κατά την ώρα που τελείται η ακολουθία της Προθέσεως προσφέρονται τα πρόσφορα, για να εξαχθούν οι μερίδες των εννέα ταγμάτων.
Πρώτα εξάγεται ο Αμνός που συμβολίζει το σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Στη συνέχεια εξάγεται η τριγωνική μερίδα της Θεοτόκου, οι μερίδες των εννέα ταγμάτων, δηλαδή όλων των αγίων της Εκκλησίας (πρόκειται για εννέα τριγωνικές μερίδες), η μερίδα υπέρ του οικείου επισκόπου και οι μερίδες των ζώντων και των κεκοιμημένων.
Τα υπόλοιπα των άρτων (προσφόρων) που προσκομίζονται στην Πρόθεση είναι αυτά που ονομάζουμε Αντίδωρα. Το μέγεθος των Αντιδώρων δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά τέτοιο που να επαρκεί ώστε να διανέμεται σε όσους δεν μετέλαβαν των αχράντων Μυστηρίων.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η μετοχή στον αγιασμό του Θεού έρχεται σε κάθε πιστό άνθρωπο μέσα από τα αισθητά και ορώμενα πράγματα. Ο άνθρωπος ανάγεται στα θεϊκά μέσα από τα αισθητά. Για τον λόγο αυτό με το Αντίδωρο, γινόμαστε μέτοχοι του αγιασμού του Θεού.
Η Εκκλησία, βεβαίως, ορίζει ο πιστός να λαμβάνει κάθε φορά το Δώρο, δηλαδή το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Όμως δεν επιθυμεί και εκείνοι που δεν είναι προετοιμασμένοι για τη μετοχή του Δώρου, να φεύγουν απ’ αυτήν χωρίς να λαμβάνουν κάτι. Είναι το Αντίδωρο είναι μια πράξη αγάπης και φιλανθρωπίας για όλους εκείνους που δεν συμμετέχουν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Και μπορεί το Αντίδωρο να μην είναι το ίδιο Σώμα του Χριστού, όμως είναι άρτος «αγιασμένος», γιατί σφραγίστηκε ολόκληρος με το λειτουργικό σκεύος που ονομάζεται λόγχη.
Το Αντίδωρο λαμβάνεται όταν ο χριστιανός είναι από το πρωί νηστικός. Επίσης, κανένας πιστός δεν πρέπει να αναχωρεί από τον Ναό, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας, χωρίς να λάβει το Αντίδωρο από το χέρι του λειτουργούντος Ιερέως. Γι’ αυτό και αποτελεί κακή συνήθεια να διανέμεται το Αντίδωρο στο παγκάρι από τους Εκκλησιαστικούς Επιτρόπους που είναι λαϊκοί, είτε να λαμβάνεται, θα μπορούσαμε να πούμε, δι’ αυτοεξυπηρετήσεως από τους ίδιους τους χριστιανούς. Λαμβάνοντας μόνος του κάποιος το Αντίδωρο, στερείται της ευκαιρίας να λάβει την ευλογία από το χέρι του λειτουργούντος ιερέως. Του ιερέως, δηλαδή, που πριν από λίγο άγγιξε το Σώμα του Σωτήρος Χριστού.
Πολλοί πιστοί ζητούν, κατά τη στιγμή που λαμβάνουν την προσωπική τους μερίδα Αντιδώρου από τον Ιερέα, να λάβουν και άλλα περισσότερα Αντίδωρα γιατί θέλουν να μεταλαμβάνουν από αυτά όλες τις ημέρες της εβδομάδας, που δεν μπορούν να μετέχουν στη λατρεία της Εκκλησίας. Καλή και ευλογημένη αυτή η συνήθεια, όμως το Αντίδωρο είναι αντί της μετοχής των αχράντων Μυστηρίων στη συγκεκριμένη μέρα, χρόνο και τόπο τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας. Μαζί με τον εκκλησιασμό έρχεται ή το Δώρο, ή το Αντίδωρο.
Επίσης. συνηθίζεται από πολλούς ιερείς, εξαιτίας παλαιοτέρων συνηθειών, να μοιράζουν μαζί με το Αντίδωρο τα λεγόμενα «Υψώματα». Το «Ύψωμα», κατ’ ακρίβειαν της λέξεως, είναι ό,τι υψώνεται από τους άρτους στην Αγία Πρόθεση και προσκομίζεται. Η δικαιολογία από μερίδα κληρικών που διανέμουν «Υψώματα», εστιάζεται στο γεγονός ότι αποτελούν «πνευματικά έπαθλα» για όσους εκ των πιστών ενασχολούνται με τα άγια πράγματα της Εκκλησίας. Στην Εκκλησία, όμως, δεν πρέπει να γίνονται αυτού του είδους οι διακρίσεις.