Τέσσερις κούρτοι (τούρκοι αγρίας φυλής) πήγαν κάποτε να ληστέψουν τον Χατζεφεντή (όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη).
Ο άγιος εκείνη την ώρα διάβαζε. Είδε τους κλέφτες που άνοιξαν την πόρτα του, αλλά δεν τους μίλησε καθόλου. Εκείνοι μπήκαν μέσα στο κελί του και έψαχναν δεξιά και αριστερά. Νόμιζαν ότι θα βρουν λίρες. Ο όσιος Αρσένιος εξακολούθησε τη μελέτη του, χωρίς να τους μιλήσει. Αφού, τελικά, δεν βρήκαν τίποτε οι κλέφτες, πήγαν να φύγουν, και ένας από αυτούς πήρε τα δυο σκεπάσματα, που είχε ο άγιος διπλωμένα σε μία άκρη. (αυτή ήταν όλη κι όλη η περιουσία του).
Τι έπαθαν όμως; Ενώ ήθελαν να φύγουν, δεν μπορούσαν να βρουν την πόρτα για να βγουν, σαν να είχαν τυφλωθεί! Γύριζαν γύρω – γύρω μέσα στο κελί και δεν έβλεπαν την πόρτα! Όμως επειδή τον ενοχλούσαν στη μελέτη του, σηκώθηκε και τους έδειξε την πόρτα για να βγουν. Εκείνοι δεν μπορούσαν να τη δουν και συνέχεια γύριζαν πάλι γύρω – γύρω.
Τότε ο άγιος πιάνει τον ένα κούρτο και του λέει: «Να η πόρτα που βγαίνουν οι κλέφτες που πηγαίνουν στην κόλαση!». Τότε μόνο μπόρεσαν να βγουν. Μετανόησαν όμως και ζήτησαν συγχώρηση. Ο όσιος Αρσένιος τους συγχώρησε και έφυγαν.
Μετά ομολογούσαν το πάθημά τους στους άλλους κούρτους: «Αμάν, αμάν! Στον Χατζεφεντή μην πάτε να κλέψετε, γιατί, και να μπείτε στο κελί του, μετά δεν θα βγείτε».
Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, τ. Β΄, σσ. 169-170, εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου.