Ἄς σκεφτοῦμε, ἀγαπητοί, πόσα ἔκανε ὁ Θεός γιά τή σωτηρία μας. Πρῶτα ἀποφάσισε κι ἑτοίμασε τή βασιλεία Του γι’ αὐτούς πού θά ὑπακούσουν στόν νόμο Του. Τήν εὐτυχία καί τή μακαριότητα ὁ Θεός Πατέρας δέν τήν κράτησε μόνο γιά τόν ἑαυτό Του καί τόν ἀγαπητό Του Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεύμα. Ἡ ἀγαθότητά Του θέλησε νά προνοήσει καί γιά μᾶς. Θέλησε νά μᾶς κάνει θετά παιδιά Του κατά χάρη καί μετόχους τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν λοιπόν ἦρθε ὁ κατάλληλος καιρός, αὐτή ἡ ἄναρχη πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς ἐκπληρώθηκε μέ ἔργα. Γιατί ὅλα τ’ ἀποτελέσματα καί τῆς φύσεως καί τῆς χάριτος τά ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά τήν ἀνάπαυση, τήν ὠφέλεια καί τή σωτηρία μας, ὅπως λέει καί ὁ ἀπόστολος: «Τά γάρ πάντα δι’ ἡμᾶς» (Β΄ Κορ. 4, 15).
Γιά τή σωτηρία μας εἶναι ἐπιστρατευμένοι οἱ ἄρχοντες τοῦ οὐρανοῦ, δηλαδή οἱ ἀρχάγγελοι καί οἱ ἄγγελοι, πού τό διακόνημά τους εἶναι νά ὑπερασπίζονται καί νά βοηθοῦν τόν εὐτελῆ ἄνθρωπο γιά νά σωθεῖ: «Εἰσί λειτουργικά πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. 1, 14).
Γιά τή σωτηρία μας ὁ Θεός «ἐκ τοῦ μή ὄντος» δημιούργησε τόν αἰσθητό κόσμο καί μᾶς κατέστησε βασιλεῖς σ’ ὅλα Του τά ἔργα, πού ὅρισε νά μᾶς ὑπηρετοῦν γιά νά ἐργαζόμαστε τίς ἐντολές Του σ’ αὐτή τή ζωή καί νά Τόν ἀπολαύσουμε στήν ἄλλη.
Γιά τή σωτηρία μας ἔδωσε νόμο καί ἐντολές κι ἔστειλε προφῆτες, οἱ ὁποῖοι μέ τίποτ’ ἄλλο δέν ἀσχολήθηκαν, παρά μέ τό πῶς θά σωθοῦμε. Μέ δυό λόγια, «οὐκ ἔθετο ἡμᾶς ὁ Θεός εἰς ὀργήν, ἀλλ’ εἰς περιποίησιν σωτηρίας» (Α΄ Θεσ. 5, 9).
Ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐργάζεται γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεός Πατέρας, μέ τήν παντοδυναμία καί εὐδοκία Του, διώχνοντας κάθε ἐμπόδιο· ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τή σοφία καί τή δράση Του, ὁρίζοντας ὅλα τά θετικά μέσα· καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τήν ἄπειρή Του ἀγαθότητα καί συνέργεια, παρέχοντας τά οὐράνια χαρίσματα.
Ὤ, τί παράδοξο πρᾶγμα! Ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα ἐργάζεται γιά νά μᾶς σώσει! Ναί, γιατί ὅσο μεγάλο εἶναι τό ἔργο τῆς δημιουργίας μας, ἄλλο τόσο μεγάλο εἶναι τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας. Καί γιά νά μιλήσουμε σύντομα, ὅλος ὁ σκοπός τῆς φύσεως καί τῆς χάριτος καί τῆς πίστεως δέν εἶναι ἄλλος, παρά ἡ σωτηρία τῆς δικῆς μας τῆς ψυχῆς, ὅπως γράφει καί ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος: «Κομιζόμενοι τό τέλος τῆς πίστεως ἡμῶν, σωτηρίαν ψυχῶν» (Α΄ Πέτ. 1, 9).
Λοιπόν ἀδελφοί μου, πόσο τυφλοί θά εἴμαστε, ἄν δέν βλέπουμε πόσα ἔκανε ὁ Θεός γιά τήν πολύτιμη σωτηρία τῆς ψυχῆς μας! Ἐμπρός λοιπόν, ἄς ἐκμεταλλευτοῦμε τίς λίγες μέρες τῆς ζωῆς πού μᾶς ἀπέμειναν. Ἄς συνέλθουμε, ἄς ξυπνήσουμε ὅλες τίς κοιμισμένες καλές ἐπιθυμίες μας καί ἄς χρησιμοποιήσουμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας γιά τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς μας. Ἄς μήν ἀναρωτιόμαστε γιά τίποτ’ ἄλλο, πέρα ἀπό ἐκεῖνο πού ρώτησε ὁ νομικός: «Τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10, 25). Αὐτό εἶναι τό πιό ἀναγκαῖο καί τό πιό ὠφέλιμο ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου: Τί πρέπει νά κάνω γιά νά σωθῶ; Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι εἴτε βλαβερά εἴτε ἀνώφελα καί μάταια. Ἄς τρομάξουμε, πού πολλές φορές βάλαμε σέ κίνδυνο τήν ψυχή μας. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, πού ἀπό τή μεγάλη Του ἀγαθότητα, ὑπέμεινε τήν ἀμέλειά μας. Κι ἄς Τόν παρακαλέσουμε νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο πού ἄρχισε, τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας.
Ἄς σκεφτοῦμε ὅμως τώρα, ἀδελφοί μου, τούς πόνους καί τά πάθη καί τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία μας. Ἀντί νά τιμωρηθοῦμε ἐμεῖς, πού μέ τίς ἁμαρτίες μας Τόν περιφρονήσαμε ἀναίσχυντα καί προσβάλαμε τήν ἀγαθότητά Του, πέθανε Αὐτός γιά μᾶς, τούς ὑβριστές καί ἀποστάτες. Οὔτε τήν τιμή τῆς θεότητός Του δέν ὑπολόγισε γιά τή δική μας σωτηρία. Ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του τήν ἀνθρώπινη φύση καί γεννήθηκε φτωχικά μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο. Ἔζησε ἐπίσης φτωχικά, μήν ἔχοντας τόπο γιά νά γείρει τό κεφάλι του: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεούς ἔχουσι καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δέ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ» (Ματ. 8, 20). Καί πέθανε φτωχικά, μήν ἔχοντας οὔτε ἕνα μικρό κομμάτι γῆς γιά νά ταφεῖ. Ὑπέμεινε βαρύτατες βλασφημίες καί τελείωσε τή ζωή Του μέ τόν πιό ἀτιμωτικό τρόπο, «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2, 8). Ὑπέφερε πόνους ἀπερίγραπτους ἀπό τούς σκληρούς βασανιστές Του. Τό αἷμα χύθηκε ποτάμι ἀπό τίς φλέβες Του καί πότισε τή γῆ. Τόση λύπη καί ἀγωνία δοκίμασε, πού αὐτή καί μόνο ἦταν ἀρκετή γιά νά Τόν θανατώσει: «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Ματ. 26, 38). Ἔγινε πέλαγος βασάνων γιά νά σβήσει τίς φλόγες τῆς κολάσεως πού ἀνάψαμε ἐμεῖς μέ τίς ἁμαρτίες μας, κι ἔτσι νά μᾶς ἀνεβάσει σωσμένους στόν οὐράνο.
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Κύριος ἐξαγόρασε τή σωτηρία μας μ’ ἕνα θάνατο γεμᾶτο ἀπό ταπείνωση, ἀτιμία καί πάθη πολλά, ὅσα δέν δοκίμασε κανένας στόν κόσμο, ἄς στοχαστοῦμε πόσο πολύτιμη εἶναι αὐτή ἡ σωτηρία! Καί πόσο ἀναπολόγητοι θά εἴμαστε, ἄν δέν τό ἀναγνωρίζουμε!
Ὕστερα ἀπ’ ὅλ’ αὐτά, ἀδελφοί μου, ἄς σκεφτοῦμε πόσο τρομερό πρᾶγμα εἶναι τοῦτο. Ἀπό τή μιά μεριά ὁ Χριστός νά χύνει τό πανάγιο αἷμα Του γιά τή σωτηρία μας, κι ἀπό τήν ἄλλη ἐμεῖς νά μήν θέλουμε ν’ ἀγωνιστοῦμε πρόθυμα γι’ αὐτήν, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἄρα οὖν ὡς καιρόν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τό ἀγαθόν» (Γαλ. 6, 10). Ἄν δέν φρίξουμε τώρα γιά τήν ἀμέλειά μας, ὁπωσδήποτε θά φρίξουμε ἀπό τρόμο μπροστά στό βῆμα τοῦ δικαιοκριτῆ Χριστοῦ, ὅταν δοῦμε τά πράγματα ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα.
Ἄς ντραποῦμε λοιπόν γιά τήν ἀσύνετη καί ἁμαρτωλή ζωή πού ζήσαμε μέχρι τώρα, καί ἄς ἀποφασίσουμε νά νικήσουμε ὅλα τά πάθη καί ὅλες τίς κακίες πού μᾶς πολεμοῦν. Κι ἄν μέχρι σήμερα θεωρήσαμε τή σωτηρία μας σάν ἀσήμαντο καί ἀνάξιο λόγου πρᾶγμα, ἄς παρακαλέσουμε θέρμα τόν Κύριο νά μᾶς φωτίσει, ὥστε ν’ ἀρχίσουμε ἀπ’αὐτή τή στιγμή τήν ἐργασία γιά τήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας, γιατί ὁ χρόνος πού χάσαμε δέν γυρίζει πίσω.
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης