Έλεγε ο άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης: «Να με συγχωρείτε, αγράμματος άνθρωπος είμαι, δεν ξέρω τίποτα να σας πω, μόνον που έχω πίστη στον Θεό και ταπείνωση, τέκνα μου.
Κάποια πλούσια κυρία πήγε την Κυριακή στην Εκκλησία, αλλά δεν πρόσεχε καθόλου, και ο νους της γύριζε. Ομολόγησε: ‘’Γύριζε ο νους μου από την ώρα που μπήκα στην εκκλησία μέσα· είχα ένα σακουλάκι και σκεφτόμουν ότι είναι καλό να βάλω τη ζάχαρη του δελτίου. Με το σακουλάκι αυτό, πέρασα όλη τη Λειτουργία χωρίς να καταλάβω ούτε ένα γράμμα, τίποτε, ε!… Πήρα αντίδωρο και σηκώθηκα και έφυγα’’.
Ενώ η υπηρέτριά της, που ήταν θεία μου και από δέκα χρονών δούλευε υπηρέτρια, αλλά ήταν πολύ ευσεβής, αν και λόγω της δουλειάς δεν είχε πάει Εκκλησία, ήξερε ποιον Απόστολο και ποιο Ευαγγέλιο είπαν, διότι δουλεύοντας έκανε προσευχή και πνευματικά ήταν στην Εκκλησία.
Βλέπετε, παιδιά μου, ‘’όπου είναι ο θησαυρός μας εκεί είναι και η καρδία μας’’, λέει ο Χριστός. Καθένας από εμάς, οφείλει να προσηλώνεται στα Θεία, να προσεύχεται.
Ευχόμεθα και δεόμεθα, πάντοτε να βάζει ο Θεός το χέρι Του και στην Εκκλησία μας και στο κράτος και στον κόσμο, διότι οι μέρες είναι πολύ πονηρές και πολύ δύσκολα χρόνια. Ας φωτίζει ο Θεός όλον τον κόσμο».