Τα ζώα έχουν και αυτά ψυχή; Και αν έχουν ψυχή, είναι αυτή της ιδίας φύσεως με την ανθρώπινη;
Ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης λέει, ότι με τον όρο «ψυχή», μόνο την ανθρώπινη λογική ψυχή μπορούμε να προσδιορίσουμε. Η ζωϊκή ψυχή και πολύ περισσότερο η φυτική ψυχή, που είναι η υποδιαίρεση, όπως τις αναφέρει ο Αριστοτέλης (Περί ψυχής 2, 413b-13), δεν είναι ψυχή με την ακριβή έννοια του όρου (1). Στην περίπτωση αυτή, τα ζώα δεν έχουν πραγματικά ψυχή και καταχρηστικά μιλάμε στην περίπτωση αυτή περί ψυχής.
Στην ελληνική χριστιανική παράδοση δεν λείπουν κείμενα που θεωρούν ότι και τα ζώα έχουν όντως ψυχή, τουλάχιστον με μια μερική έννοια του όρου. Στο Ευχολόγιο για παράδειγμα, «Ευχή του Αγίου Μοδέστου», διαβάζουμε: «Ναί, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τοῖς ἰδίοις σπλάγχνοις ἐπικαμπτόμενος, οἴκτειρον τὰ πάσχοντα ζῷα, τῇ δρεπάνῃ τοῦ θανάτου ἀγεληδὸν θεριζόμενα,… Εἰ γὰρ δίκαιος οἰκτείρει ψυχὰς κτηνῶν αὐτοῦ, πῶς οὐκ οἰκτειρήσῃς ταῦτα, σύ ὁ τούτων ποιητὴς καὶ προνοητής; Σῦ γάρ, εὔσπλαγνε, καὶ τῶν ἐν τῇ Κιβωτῷ ζῴων ἐμνήσθης, ὑπὸ τῆς οἰκείας χρηστότητος καὶ τῶν οἰκτιρμῶν σου νικώμενος…» (2).
Ο Ωριγένης ισχυρίζεται μέχρις ενός σημείου, ότι και τα ζώα έχουν ψυχή, δηλώνοντας κατηγορηματικά: «Κανείς νομίζω δεν αμφιβάλλει ότι τα ζωντανά πλάσματα, ανεξαιρέτως, ακόμη κι αυτά που ζουν στο νερό, έχουν ψυχές» και παραπέμπει στη Γραφή για να στηρίξει την άποψή του (Γεν. 1, 21-24 και Λευ. 17, 14) (3).
Είναι όμως η ψυχή του ζώου ίδιας φύσεως με την ανθρώπινη; Ο Ωριγένης είναι έτοιμος να παραδεχθεί ότι υπάρχουν ομοιότητες, παρ’ ότι συνήθως τα ζώα θεωρούνται «άλογα»· μάλιστα υποδεικνύει ότι πολλά από αυτά παρουσιάζουν λογικότητα που μοιάζει πολύ με αυτή των ανθρώπων: π.χ. «Η φύση των κυνηγετικών σκύλων και των πολεμικών αλόγων πλησιάζει, αν μου επιτρέπεται να πω, στην ίδια τη λογική» (4). Εδώ μιλάει μόνο για εξημερωμένα ζώα, αλλά ο Θεόφιλος Αντιόχειας προχωρεί ακόμη περισσότερο, υποδεικνύοντας «τήν ἐν αὐτοῖς τοῖς ζώοις δεδομένην σύνεσιν πρός τό γεννᾶν καί ἐκτρέφειν» (5).
Άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας επιμένουν ότι τα ζώα διαθέτουν όχι μόνο κάποιο βαθμό λογικής, όπως οι άνθρωποι, αλλά και μνήμη και μια ευρεία κλίμακα αισθημάτων και συγκινήσεων. Εκδηλωνουν συναισθήματα χαράς και λύπης, λέει ο αγ. Βασίλειος Καισαρείας, και αναγνωρίζουν εκείνους που έχουν παλαιότερα συναντήσει (6).
Ο αγ. Ιωάννης της Κλίμακος προσθέτει ότι εκφράζουν αγάπη το ένα προς το άλλο, «διότι συχνά θρηνούν για την απώλεια των συντρόφων τους» (7).
Ενθυμούμενοι την όνο του Βαρλαάμ (Αριθ. 22, 23-34) θα μπορούσαμε ακόμη να προσθέσουμε ότι τα ζώα διαθέτουν πνευματική όραση, αντιλαμβανόμενα πράγματα στα οποία οι άνθρωποι αποδεικνύονται τυφλοί.
Αν όλα αυτά αληθεύουν, πού δικαιολογούμεθα να τραβήξουμε την κόκκινη γραμμή μεταξύ ανθρώπων και ζώων; Ασφαλώς ο Νεμέσιος Έμέσης έχει δίκιο όταν διαβεβαιώνει ότι όλα τα ζωντανά όντα, φυτά, ζώα και άνθρωποι, μετέχουν κοινής ζωής, «ὥστε μίαν εἶναι καί συγγενή τήν πάσαν φύσιν» (8).
Ταυτοχρόνως, όμως, η ελληνική χριστιανική παράδοση πίστευε ότι υπάρχει μια κεφαλαιώδης διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Ο Ωριγένης βασιζόμενος στην περιγραφή της Γενέσεως περί της Δημιουργίας, την εντοπίζει: Η ανθρώπινη ψυχή πλάστηκε κατά τη θεία εικόνα, ενώ των ζώων όχι (9). Αυτό σημαίνει ότι από τα ζώα λείπει η συνειδητή σχέση με τον Θεό, την οποία αντιθέτως απολαμβάνουν οι άνθρωποι, και έτσι οι ψυχές τους δεν είναι προικισμένες με την αθανασία.
Η ψυχή του ζώου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, πλάστηκε από τη γη και μετά τον θάνατο διαλύεται και πάλι στη γη (10), ενώ ο άνθρωπος κατέχει την πνοή της ζωής, την οποία ενεφύσησε απ’ ευθείας σ’ αυτόν ο ίδιος ο Θεός (Γεν. 2,7) και αυτή ακριβώς είναι που τον καθιστά ικανό να «ομοιάσει» προς τον Θεό και να κερδίσει την αιώνια Βασιλεία.
Ο C. S. Lewis , μιλώντας για τον πόνο των ζώων, υποθέτει ότι ίσως εμείς οι άνθρωποι διοχετεύουμε στα ζώα -σ’ εκείνα που ασφαλώς είναι εξημερωμένα- την αθανασία που τους λείπει.
Κάποιοι από τους Πατέρες της Εκκλησίας εκφράζουν την άποψη ότι στον μέλλοντα αιώνα θα μπορούσαν να υπάρχουν ζώα, αλλά δεν περίμεναν να είναι τα ίδια ακριβώς με αυτά που υπάρχουν σήμερα. Κάθε άνθρωπος, με την προσωπική του διακριτότητα, θα αναστηθεί εκ νεκρών, αλλά αυτό δεν θα συμβεί στα ζώα. Φαίνεται ότι στον μέλλοντα αιώνα, τα ζώα θεωρούμενα το καθένα ξεχωριστά, θα έχουν μια νέα μορφή.
Δικαιολογείται ο Χριστιανισμός να αρνείται την αθανασία στα ζώα; Ο Χριστός λέει, ότι ακόμη και ένα σπουργίτι «ο Θεός δεν το ξεχνάει» (Λουκ. 12, 6) και «ούτε ένα από αυτά δεν πέφτει στη γη χωρίς το θέλημα του Πατέρα σας» (Ματθ. 10, 29). Ο Χριστός δεν λέει ότι τα σπουργίτια έχουν αθάνατη ζωή, αλλά και δεν αρνείται το ενδεχόμενο. Η Καινή Διαθήκη αφήνει το ζήτημα ανοικτό, γιατί να μην το αφήσουμε και εμείς; Αυτό που ο Χριστός λέει, είναι ότι «αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια» (Ματθ. 10, 31).
Το θέμα αυτό το αποδέχονται αρκετοί χριστιανοί συγγραφείς και το αναπτύσσουν. Πιστεύουν σ’ ένα σύμπαν ιεραρχημένο, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος, ακριβώς επειδή δημιουργήθηκε κατά τη θεία εικόνα, «κυριαρχεί» επί των ζώων (πρβλ. Γεν. 1, 27-28). Ως κυριαρχία, δεν εννοεί την αυθαίρετη εξουσία ή τη στυγνή εκμετάλλευση. Αντιθέτως, η κυριαρχία την οποία μας εμπιστεύθηκε ο Θεός, είναι και αυτή κατά την εικόνα και ομοίωσή Του, δηλαδή θα πρέπει να αναπαράγουμε την αγαπητική φροντίδα και συμπάθεια του Θεού έναντι της δημιουργίας.
Η χριστιανική θεολογική σκέψη πιστεύει ότι υπήρχε μια εποχή, σύμφωνα με την αφήγηση περί παραδείσου, που ο Αδάμ και η Εύα ζούσαν εν ειρήνη με τα ζώα μέσα στον κήπο της Εδέμ. Την αρμονία αυτή κατέστρεψε ακριβώς η δική μας αμαρτία, η αστοχία και η παράβαση των θείων εντολών.
Στην εσχατολογική Βασιλεία όμως, η αρχική αρμονία θα αποκατασταθεί: «καὶ συμβοσκηθήσεται λύκος μετ᾿ ἀρνός, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφω, καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς» (Ησ. 11, 6). Στον παράδεισο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα, τρέφονταν μόνο από τα φυτά (Γεν. 1,29-30), έτσι λοιπόν θα αποκατασταθούν τα πράγματα και πάλι.
Η κατανάλωση κρέατος επετράπη στους ανθρώπους μόνο μετά την πτώση (Γεν. 9, 3), δεν είναι αφ’ εαυτής αμαρτωλή, πάντως όμως αντιπροσωπεύει μια παρακμή από την αρχική τελειότητα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ήταν ποτέ κατ’ αρχήν υπέρ της φυτοφαγίας, παρ’ ότι οι μοναχοί και οι μοναχές συνήθως απέχουν από το κρέας. Τρώνε όμως ψάρι, όπως έτρωγε και ο Χριστός (Λουκ. 24, 42-43). Την μη ύπαρξη κρεοφαγίας στον Παράδεισο δέχεται και ο Μέγας Βασίλειος και σημειώνει ότι τόσο ο άνθρωπος όσο και τα ζώα ήταν φυτοφάγα. Επομένως μετά την πτώση αρχίζει η κρεοφαγία. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στη συνέχεια της διηγήσεως της Γενέσεως με τον Άβελ και τον Νώε, όπου έχουν αρχίσει οι ζωοθυσίες και η κρεοφαγία (πρβλ. Γεν. 4, 3-4∙ 8, 20).
Το γεγονός, ότι στη χριστιανική παράδοση δεν αναγνωρίζεται στα ζώα αθάνατη ψυχή, πλασμένη κατά τη θεία εικόνα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα μεταχειριζόμαστε ως αντικείμενα που δεν αξίζουν τον σεβασμό μας. Κατά τους λόγους του αγίου Ισαάκ της Νινευή, ο οποίος στην ελληνική παράδοση τιμάται ως Ισαάκ ο Σύρος (7ος αι.): «Ο ταπεινός άνθρωπος πλησιάζει τα άγρια ζώα, και την ώρα που αυτά τον βλέπουν η αγριότητά τους δαμάζεται. Τον πλησιάζουν και προσκολλώνται σ’ αυτόν όπως στον κύριό τους, κουνώντας την ουρά και γλείφοντας τα χέρια και τα πόδια του, διότι οσμίζονται σ’ αυτόν την ίδια μυρωδιά που ανέδιδε ο Αδάμ πριν από την παράβαση» (11).
Και αλλού ο Άγιος γράφει λόγια αξιομνημόνευτα για τη συμπάθεια που πρέπει να δείχνουμε προς τα ζώα: «Τι είναι καρδία ελεήμων; Είναι να φλέγεται από αγάπη η καρδιά για όλη την κτίση. Για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα, και για τους δαίμονες και για κάθε κτίσμα. Και καθώς ο άνθρωπος τα φέρνει στη μνήμη του και τα σκέφτεται, τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή συμπάθεια που συνέχει την καρδιά του, και από την πολλή εμμονή σ’ αυτή την κατάσταση, μικραίνει η καρδιά του και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει κάποια βλάβη ή κάτι έστω και λίγο λυπηρό να γίνεται στην κτίση. Γι’ αυτό και για τα άλογα ζώα και για τους εχθρούς της αλήθειας και για αυτούς που τον βλάπτουν προσεύχεται συνεχώς με δάκρυα, ζητώντας από τον Θεό να τους φυλάξει και να τους συγχωρήσει. Ομοίως προσεύχεται και για τα ερπετά από την πολλή του ευσπλαχνία, που συγκινεί την καρδιά του, υπερβαίνοντας το ανθρώπινο μέτρο και φθάνοντας στην ομοιότητα του Θεού» (12).
Ένας άγιος του 20ου αι., ο Ρώσος μοναχός Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938), εκφράζει τη συμπάθειά του με την ίδια ένταση: «Ο Κύριος επιδαψιλεύει τόσο πλούσια τη χάρη του στους εκλεκτούς του, ώστε αυτοί αγκαλιάζουν ολόκληρη τη γη, ολόκληρο τον κόσμο με την αγάπη τους… Μια μέρα είδα στον δρόμο ένα φίδι κομματιασμένο, που κάθε του τεμάχιο σφάδαζε και λυπήθηκα όλη την κτίση και κάθε κτίσμα, κάθε τι που πάσχει, και έκλαψα πολύ ενώπιον του Θεού» (13).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Περί κατασκευής του ανθρώπου 15, PG 44, 176 B , 177 A.
(2) Μικρόν Ευχολόγιον ή Αγιασματάριον, Αποστ. Διακονίας, Αθήνα 1984.
(3) Περί πρώτων αρχών, 2, 8, 1.
(4) όπ.π. 3, 1, 3.
(5) Προς Αυτόλυκον 1, 6.
(6) Εξαήμερος 8, 1. PG 29, 165ΑΒ.
(7) Κλίμαξ θείας αναβάσεως, 26, PG 88, 1028 Α.
(8) Λόγος κεφαλαιώδης περί φύσεως ανθρώπου 1.
(9) Κατά Κέλσου 4, 83.
(10) Εξαήμερος 8, 2. PG 29, 128 A.
(10α) Λόγος περί νηστείας, PG 31, 69.
(11) Μυστική πραγματεία 82.
(12) Ομιλία 74.
(13) Από το βιβλίο του Καλλίστου Ware , Μητρ. Διοκλείας, Εχθροί ή φίλοι, σελ. 69-79, εκδ. Εν Πλω, 2014.
Ιωάννου Αγγελιδάκη (πρωτοπρεσβυτέρου), Το θαυμάσιο γεγονός της δημιουργίας, το έν-λογο του ανθρώπου και το ά-λογο των ζώων, σσ. 75-80, εκδ. Σαΐτης, Αθήνα 2018.
Πηγή: www.apostoliki-diakonia.gr