Ζητάει η Αγία Άννα στην προσευχή της, να επιβλέψει ο Θεός στην ταπείνωσή της και να της δώσει παιδί. Ένα παιδί ζητάει από τον Θεό. ένα παιδί θείο Δώρο, που θα απάλλασσε και αυτήν αλλά και τον σύζυγό της Ιωακείμ από τη ντροπή της ατεκνίας τους και από τον σπίλο της αμαρτίας. Και αυτό το παιδί – δώρο δεν το θέλει για δικό της. Υπόσχεται και λέει στον Δωρητή Θεό: «Θά τό ἀφιερώσω Κύριε σέ Σένα».
Ας δούμε, όμως, με τι λόγια προσεύχεται, πώς απευθύνει η Αγία Άννα την παράκλησή της στον Θεό:
«Κύριε Παντοκράτορα, καί Μεγαλοδύναμε, πού μόνο μέ τόν λόγο ἔκανες τόν οὐρανό καί τή γῆ καί ὅσα φαίνονται καί εἶναι γύρω μας, πού λύτρωσες, τούς πατέρες μας ἀπό τά χέρια τοῦ Φαραώ, πού μέ τό πρόσταγμά Σου σχίσθηκε ἡ θάλασσα καί πέσανε μέσα οἱ Αἰγύπτιοι.
Ἐσύ Θεέ, πού τούς ἔτρεφες σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Ἐσύ, πού εὐλόγησες τή Σάρρα, τή γυναίκα τοῦ Ἀβραάμ καί γέννησε τόν Ἰσαάκ στά γεράματά της.
Ἐσύ πού χαρίτωσες ἐκείνη τήν Ἄννα τήν ὁμοία μου καί γέννησε τόν Σαμουήλ τόν προφήτη.
Ἐσύ δῶσε καί σέ μένα τήν ταπεινή Σου δούλη παιδί, καί μή μέ ἀφήσης νά εἶμαι ντροπιασμένη καί ταπεινωμένη ἀπό ὅλο μου τό γένος.
Κύριε, ὁ Θεός μου, τάχα καί σάν ἕνα ἀπό τά θηρία δέν εἶμαι καί ἐγώ; Διατί μέ ὠργίστηκες τόσο καί εἶμαι στείρα; Ἐσύ, πού εὐλόγησες τά ποιήματά σου καί εἶπες· ‘’αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε’’, δῶσε καί σέ μένα σπέρμα καί καρπό κοιλίας, καί ἄν γεννήσω εἴτε ἀρσενικό εἴτε θηλυκό, νά Σού τό χαρίσω μέ ὅλη μου τή χαρά καί νά τό φέρω στόν Ναό Σου νά τό ἀφιερώσω».
Ο Άγιος Ιωακείμ, με ανάλογες προσευχές, μα διαφορετικά λόγια, έκλαιγε και αυτός όπως και η γυναίκα του και παρακαλούσε τον Θεό, να τους κάνει άξιους της γενναιοδωρίας Του και να τους χαρίσει το θείο Δώρο της παιδοποιίας.