Ἦταν ἕνας γέροντας καὶ πήγαινε, μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του, ἀπὸ τὸ ἀσκηταριό τους στὴν πόλη. Στὸν δρόμο πέρασαν ἀπὸ ἕνα χωριὸ ποὺ εἶχε μιὰ Ἐκκλησία. Ἐκεῖ εἶδε ὁ ὑποτακτικὸς ἕναν διάβολο νὰ κάθεται πάνω στὸ καμπαναριό.
Προχώρησαν πιὸ κάτω καὶ συνάντησαν μιὰ καλύβα. Ἐκεῖ ὁ ὑποτακτικὸς εἶδε 100 σατανᾶδες, γύρω ἀπὸ τὴν καλύβα.
Προβληματίστηκε. «Τί γίνεται ἐδῶ;», ἀναρωτήθηκε.
Δὲν ἄντεξε καὶ ρώτησε τὸν γέροντά του:
«Γέροντα, γιατί στὸ καμπαναριὸ ὑπῆρχε ἕνας διάβολος καὶ στὴν καλύβα ὑπάρχουν 100 σατανᾶδες;».
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ εἶπε:
«Γιατί ὅσοι μπῆκαν στὴν Ἐκκλησία, μπῆκαν ἀπροετοίμαστοι καὶ δὲν προσευχόταν κανένας τους. Ἔτσι ἕνας διάβολος ἦταν ἀρκετὸς νὰ τοὺς φέρνει ὅλους πέρα. Στὴν καλύβα ὅμως αὐτή, εἶναι ἕνα ἀντρόγυνο ποὺ προσεύχεται, γι’ αὐτὸ καὶ βλέπεις τόσους σατανᾶδες!».
(†) Δημήτριος Παναγόπουλος (ἱεροκήρυκας)
Πηγή: orthmad.gr