Κάποια φορά, αργά τη νύχτα, επισκέφθηκε ο ιερομόναχος παπα-Φώτης ένα από τα σπίτια της πόλης μας στο οποίο βρήκε κατάλυμα. Πριν κοιμηθεί, έδωσε την εξής εντολή στον οικοδεσπότη: «Αύριο χαράματα, εσύ κι εγώ έχουμε μια δουλειά».
Ξύπνησαν, έφυγαν από τη Μυτιλήνη, πήγαν στο Ησυχαστήριό του. Πήρε γρήγορα- γρήγορα ιερά σκεύη και την ιερατική του στολή και κατευθύνθηκαν στο γραφικό ξωκλήσι της Παναγίας της Γαλατούσας στο κάστρο της πόλης μας.
Λειτούργησε. Πήρε το Άγιο Ποτήριο και τη λαβίδα και έτσι όπως ήταν με τα άμφιά του, κατευθύνθηκε σε έναν από τους οίκους ανοχής που υπήρχαν τότε σε αυτήν την περιοχή.
Εκεί κοινώνησε μια ετοιμοθάνατη πόρνη, την Ευλαμπία, η οποία μάλιστα αμέσως μετά τη Θεία Κοινωνία αναπαύθηκε «ἐν Κυρίῳ», πέθανε. Την είχε προηγουμένως εξομολογήσει!
Όταν τον ρώτησα αργότερα σχετικά μ’ αυτό το θέμα, μου είπε:
«Αυτό έχει γίνει πολλές φορές. Μία γυναίκα, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Συμεών, μού έλεγε τέτοιες περιπτώσεις και εγώ πήγαινα σ’ αυτές τις ψυχές, στους οίκους ανοχής. Με αποδέχονταν. Τους μιλούσα για τη μετάνοια, για τη σωτηρία της ψυχής, για την άλλη ζωή… Ποτέ δεν τους μιλούσα άσχημα, αλλά με αγάπη τους έλεγα να μετανοήσουν και θα φροντίσει γι’ αυτές ο Θεός, θα τις αποκαταστήσει στην καρδιά Του. Πολλές ψυχές μετανοούσαν…
Με ρώτησες αν φοβόμουν. Τι να φοβηθώ; Δεν φοβάμαι κανέναν. Μόνο τον Θεό φοβόμαστε, όταν αμαρτάνουμε. Δεν με ένοιαζε τι θα έλεγε ο κόσμος. Εγώ για το Χριστό ενεργούσα».
Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Αθανασίου Γιουσμά, Παπα-Φώτης ο διά Χριστόν σαλός, Μυτιλήνη 2010.