Ο όσιος Λαυρέντιος ο Ρώσος (11ος αι.), του οποίου το τίμιο λείψανο διατηρείται μέχρι σήμερα άφθορο στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, είχε ξεκινήσει τη μοναχική του ζωή από τη Μονή του Αγίου Δημητρίου. Εκεί έζησε αρκετά χρόνια ως έγκλειστος.
Με τη χάρη του Θεού και τους σκληρούς του αγώνες, καθαρίστηκε από τα πάθη και έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής. Έλαβε, μάλιστα, από τον Θεό την εξουσία να θεραπεύει αρρώστους και να διώχνει τα πονηρά πνεύματα.
Κάποτε έφεραν στον Όσιο έναν άνθρωπο από το Κίεβο, που βασανιζόταν από φοβερό και ακατάβλητο δαιμόνιο. Ήταν τόσο ισχυρό, ώστε ο δαιμονισμένος μπορούσε σε στιγμές κρίσεως να ξεριζώσει και να πετάξει μακριά ένα μεγάλο δέντρο, πράγμα ακατόρθωτο για δέκα ρωμαλέους άντρες.
Ο μακάριος Λαυρέντιος, από ταπείνωση, προφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να βγάλει το δαιμόνιο, και είπε να οδηγήσουν τον δαιμονισμένο στη Μονή των Σπηλαίων. Εκείνος, όμως, μόλις το άκουσε, άρχισε να φωνάζει έντρομος: «Πού με στέλνεις; Εγώ δεν τολμώ ούτε να πλησιάσω σ’ αυτό το μοναστήρι! Βρίσκονται εκεί τριάντα άγιοι, που μ’ έχουν ρεζιλέψει! Με τους άλλους κάνω πόλεμο, μ’ αυτούς όχι! Με έχουν κάψει! Τους φοβάμαι! Μη!… Όχι!… Μη με στέλνεις εκεί!».
Πληροφορημένος, όμως, τώρα ο Όσιος και από τον ίδιο τον δαίμονα για την αρετή και την πνευματική δύναμη των αδελφών των Σπηλαίων, έδωσε πιο επίμονα και πιο αποφασιστικά την εντολή να τον οδηγήσουν εκεί.
Καθώς πήγαιναν, λοιπόν, προς τη Μονή, τον ρωτούσαν:
-Ποιους μοναχούς φοβάσαι; Καθώς γνωρίζουμε, σήμερα στο μοναστήρι ζουν 180 καλόγεροι. Ποιοι είναι αυτοί οι τριάντα που σ’ έχουν κάψει;
Ο δαιμονισμένος τότε ανέφερε ένα-ένα τα ονόματα τριάντα αδελφών και πρόσθεσε:
-Αυτοί οι τριάντα μπορούν να με διώξουν, ακόμα και με έναν τους λόγο.
-Τότε να σε κλείσουμε στο σπήλαιο με τα λείψανα των πεθαμένων μοναχών, είπαν οι άλλοι.
-Και νομίζετε ότι μπορώ να κάνω πόλεμο με τους νεκρούς; αποκρίθηκε ο δαιμονισμένος. Είναι και αυτοί απολέμητοι. Και έχουν μεγάλη παρρησία στον Θεό. Αδιάκοπα προσεύχονται για τους μοναχούς των Σπηλαίων και για τους ανθρώπους που προστρέχουν σ’ αυτούς. Αν, πάντως, θέλετε να δείτε τη δύναμή μου, φέρτε με στο μοναστήρι. Γιατί, εκτός από τους τριάντα που σας κατονόμασα, μ’ όλους τους άλλους μπορώ να παλέψω!
Μα καθώς πλησίαζαν στη Μονή, ο δαιμονισμένος έπεσε σε κρίση. Έμεινε για λίγη ώρα σαν εκστατικός και κεραυνοχτυπημένος, χωρίς επικοινωνία με το περιβάλλον. Από το στόμα του έβγαιναν, παράξενες και ακατανόητες εκφράσεις, ένα συνονθύλευμα από εβραϊκές, λατινικές και ελληνικές λέξεις.
Και μετά, ώ του θαύματος, ακριβώς μπροστά στην πύλη του μοναστηριού, το ακάθαρτο πνεύμα τον άφησε και έγινε καπνός. Ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος συνήλθε και έδειξε να έχει απαλλαγεί οριστικά από τη δαιμονική τυραννία.
Δοξάζοντας τον Θεό εκείνος και οι συνοδοί του, μπήκαν στη μονή και πήγαν στη μεγάλη Εκκλησία της για να Τον ευχαριστήσουν.
Ο ηγούμενος πληροφορήθηκε το γεγονός και ήρθε στον Ναό με μερικούς αδελφούς. Ωστόσο, ο θεραπευμένος άνθρωπος δεν γνώριζε ούτε τον ηγούμενο ούτε κάποιον άλλον από τους τριάντα μοναχούς, που τα ονόματά τους είχε αναφέρει στη διάρκεια της δαιμονοπληξίας του.
-Ποιος σε έκανε καλά; Και πώς; τον ρώτησαν με ενδιαφέρον.
Και εκείνος, δείχνοντας τη θαυματουργή εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, είπε:
-Στην είσοδο της Μονής μας προϋπάντησαν οι τριάντα άγιοι Πατέρες με αυτή την εικόνα. Μόλις την αντίκρισα, θεραπεύθηκα.
Απόσπασμα από το βιβλίο, Οι δαίμονες και τα έργα τους, εκδ. Ι. Μονή Παρακλήτου.