Μεταξύ των άλλων που μας διηγήθηκε ο αββάς Θεωνάς, ήταν και τούτο που συνέβη στα χρόνια του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας Παύλου.
Εκεί, λοιπόν, στην Αλεξάνδρεια, όταν ένα ζευγάρι πολύ πλουσίων αναπαύτηκε ξαφνικά, έμεινε ορφανή μια μικρή κόρη τους, αβάπτιστη ακόμη. Μια μέρα, εκεί που περιποιόταν τον κήπο της, βλέπει έναν άντρα που ετοίμαζε και έδενε το σκοινί, για να κρεμαστεί. Πανικοβλήθηκε η κόρη, τρέχει κοντά του και τον ρωτάει:
–Τι κάνεις εδώ, άνθρωπέ μου;
–Άφησε με, κόρη μου, της απαντά εκείνος, γιατί με έχει γονατίσει πραγματικά μεγάλη θλίψη.
–Πες μου όλη την αλήθεια, του λέει εκείνη και φαντάζομαι πως μπορώ σε κάτι να σε βοηθήσω.
Καταστενοχωρημένος εκείνος της λέει:
–Δυστυχώς, κόρη μου, χρωστώ πολλά χρήματα και οι δανειστές μου με πνίγουν για να τους τα δώσω τώρα. Γι’ αυτό και εγώ αποφάσισα να πεθάνω το γρηγορότερο και να μην ζω τέτοια δυστυχισμένη ζωή.
Εκείνη στοργικά του λέει:
–Σε παρακαλώ, πάρε ό,τι έχω και δώσε πίσω αυτά που χρωστάς. Μα, μην κάνεις κακό στον εαυτό σου.
Ανακουφισμένος, με την απρόσμενη πρόταση, πήρε εκείνος τα απαραίτητα χρήματα, ξεχρεώθηκε και αισθάνθηκε πάλι τον εαυτό του ελεύθερο.
Στενεμένη, όμως, η κόρη που της έλειψαν τα χρήματα και πεντάρφανη καθώς ήταν, αναγκάστηκε να δοθεί στην πορνεία για να ζήσει.
Τότε ακουστήκανε και μερικοί να λένε:
–Ανεξερεύνητες οι βουλές του Κυρίου! Ποιος ξέρει, άραγε, για ποιους λόγους συγχωρεί ο Θεός σε κάποια ψυχή να πειράζεται και να ξεπέφτει τόσο πολύ.
Όμως, ύστερα από λίγο καιρό, η κόρη αρρώστησε. Άρχισε να συλλογίζεται σοβαρά την περιπέτεια του βίου και η ψυχή της πλημμύρισε ξάφνου ένα κύμα κατανύξεως. Φώναξε, λοιπόν, τους γείτονες και τους παρακάλεσε:
–Για το όνομα του Κυρίου, λυπηθείτε την ψυχή μου! Παρακαλέστε τον Πάπα και Πατριάρχη να με βαπτίσει και να με κάμει χριστιανή!
Εκείνοι γυρνούσαν την πλάτη κι έλεγαν με περιφρόνηση:
–Και ποιος να καταδεχτεί να γίνει ανάδοχος, βαπτίζοντας μια πόρνη;
Η θλιβερή αυτή κατάσταση τη γέμιζε πόνο και θλίψη. Και ενώ ζούσε σ’ αυτήν τη μαύρη ατμόσφαιρα, παρουσιάζεται άγγελος Κυρίου, με τη μορφή εκείνου του ανθρώπου, τον οποίο είχε γλυτώσει εκείνη κάποτε από την αυτοκτονία, και της λέει:
-Τι έχεις και είσαι τόσο στενοχωρημένη;
Και εκείνη του απαντά:
–Επιθυμώ να βαπτιστώ και να γίνω χριστιανή, μα κανείς δεν βρέθηκε να μιλήσει στον Πατριάρχη και να με βοηθήσει.
–Μην στενοχωριέσαι καθόλου, της λέει εκείνος. Εγώ θα φέρω μερικούς φίλους μου και θα σε μεταφέρουμε.
Και πράγματι, ο άγγελος που είχε παρουσιαστεί εμπρός της, παίρνει άλλους δύο αγγέλους και, υποβαστάζοντάς την, τη μεταφέρουν στην εκκλησία. Εκεί μετασχηματίζονται και παίρνουν τη μορφή σπουδαίων προσώπων του τόπου, της τάξεως των αριστοκρατών. Φωνάζουν τους αρμοδίους κληρικούς, πρεσβυτέρους δηλαδή και διακόνους και όσους ήταν ταγμένοι για το μυστήριο της βαπτίσεως. Και εκείνοι τούς ρωτάνε:
-Η αγάπη σας, μπορείτε να εγγυηθείτε γι’ αυτήν και την πνευματική της κατάσταση;
–Ναι, απαντούν με μια φωνή εκείνοι. Εμείς γινόμαστε εγγυητές γι’ αυτήν.
Πήραν, λοιπόν, οι κληρικοί την άρρωστη και τη βαπτίσανε. Μετά την πήραν οι ανάδοχοί της, με την ηγεμονική παρουσία των προυχόντων της περιοχής και την πήγαν στο σπίτι της, λευκοφορεμένη. Εκεί, την άφησαν και αμέσως έγιναν άφαντοι.
Ωστόσο, οι γείτονες, που τους έφαγε η περιέργεια, πήγαν και τη ρωτούσανε, όταν έφυγαν οι επίσημοι εκείνοι:
–Σε βλέπουμε λευκοφορεμένη. Ποιος έγινε ανάδοχός σου και σε βάπτισε;
Και εκείνη, απλά τους διηγήθηκε την ιστορία:
-Ήρθαν μερικοί, με πήραν και με πήγαν στην εκκλησιά. Και εκεί είπαν στους κληρικούς και με βαπτίσανε.
–Μα ποιοι, τέλος πάντων, ήταν αυτοί; Τούς ξέρεις; Τη ρωτούσανε.
Και όταν εκείνη δεν έβρισκε τι να τους απαντήσει, εκείνοι πήγαν και ρώτησαν τον Πατριάρχη. Εκείνος κάλεσε τους κληρικούς, που ήταν υπεύθυνοι για το άγιο Βάπτισμα και τους ρωτάει:
–Τη δείνα κόρη εσείς τη βαπτίσατε;
–Ναι, απαντούν εκείνοι. Γιατί ήρθαν και μας παρακάλεσαν ο δείνα και ο δείνα, γνωστοί από τους άρχοντες του τόπου μας και τη βαπτίσαμε.
Ο Πατριάρχης έστειλε και κάλεσε τους άρχοντες εκείνους και τους ρωτούσε αν έγιναν ανάδοχοι στη βάπτιση της τάδε κόρης και αν εγγυηθήκαν εκείνοι γι’ αυτήν.
Εκείνοι, απορημένοι, απάντησαν:
–Εμείς δεν ξέρουμε τίποτε, και ούτε θυμόμαστε να έχουμε κάνει ποτέ κάτι τέτοιο.
Τότε ο Πατριάρχης άρχισε να πληροφορείται μέσα του, πως το πράγμα ήταν ένα θαύμα, που οφείλονταν στη θεία οικονομία.
Έστειλε, λοιπόν, να φωνάξουν τη νεοφώτιστη κόρη και τη ρώτησε:
–Πες μου, κόρη μου, τι καλό πράγμα έχεις κάνει στη ζωή σου;
–Εγώ, απαντά εκείνη, μία πόρνη και θεόφτωχη, σαν τι καλό θα μπορούσα να κάνω;
Ο Πατριάρχης την ξαναρωτά επίμονα:
–Για σκέψου λίγο, κόρη μου. Δεν θυμάσαι να έχεις κάνει κάποτε κάποιο καλό στη ζωή σου;
Εκείνη απάντησε:
–Όχι. Εκτός μονάχα τούτο, αν ενδιαφέρει. Πως κάποτε είδα έναν άνδρα, έτοιμο να αυτοκτονήσει, γιατί τον έπνιγαν οι δανειστές του για τα χρέη τα μεγάλα, και εγώ του έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα, για να τον γλυτώσω και να τον ελευθερώσω από τα δεινά του.
Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έγειρε και αναπαύτηκε εν Κυρίω.
Ο Πατριάρχης, θαυμάζοντας αναφώνησε:
–Δίκαιος είσαι, Κύριε και δίκαιες οι κρίσεις σου!