
Τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Τρίτης, ψάλλεται στὶς Ἐκκλησίες ὁ ὄρθρος τῆς Μεγάλης Τετάρτης. Τὸ τελευταῖο τροπάριο στὴν ἀκολουθία εἶναι αὐτὸ τῆς εὐσεβοῦς καὶ λογίας ποιητρίας τοῦ Βυζαντίου, Κασσιανῆς.
Ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ χρονογράφο Συμεὼν Μάγιστρο (990 μ.Χ) μαθαίνουμε ὅτι ἡ Εὐφροσύνη, μητέρα τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου καὶ κόρη τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ’, στὴν προσπάθειά της νὰ παντρέψη τὸν γιό της, τὸ ἔτος 830 μ.Χ., διοργάνωσε στὴ μεγαλόπρεπη αἴθουσα Τρικλίνιο τῶν ἀνακτόρων τῆς Κωνσταντινούπολης, μεγάλη σύναξη ἀπὸ τὶς πιὸ ὄμορφες κοπέλες τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ προσέλευση ὑπῆρξε μεγάλη ἀπὸ «καλλίστας παρθένους». Κι ὅταν παρατάχθηκαν στὴ σειρά, καθισμένες πάνω σὲ πολυτελῆ ἀνάκλιντρα, ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος περιῆλθε μπροστὰ τους νὰ διαλέξη τὴ μέλλουσα σύζυγό του καὶ αὐτοκράτειρα, δίνοντας σὲ ὅποια διάλεγε ἕνα χρυσὸ μῆλο.
Ἡ ὀμορφότερη ἦταν ἡ Κασσιανή, ποὺ ἡ ὀμορφιὰ τῆς θάμπωσε τὸν νεαρὸ Θεόφιλο καὶ σ’ αὐτὴν ἐπρόκειτο νὰ δώση τὸ μῆλο, σύμβολο τῆς προτίμησής του. Θέλοντας, ὅμως, νὰ διαπιστώση ἂν καὶ ἡ ἐξυπνάδα της ἦταν ἀνάλογη μὲ τὴν ὀμορφιά της, τῆς εἶπε: «Ὡς ἄρα διὰ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα» («Ἀπὸ τὴ γυναῖκα ξεκινοῦν τὰ κακὰ πράγματα»), ὑπονοώντας τὴν Εὕα. Ἡ Κασσιανὴ, ὅμως, δὲν ξαφνιάστηκε καὶ θέλοντας νὰ δείξη καὶ τὴν ἐξυπνάδα τῆς ἀπάντησε: «Ἀλλὰ καὶ διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα» («Καὶ ἀπὸ τὴ γυναῖκα πηγάζουν τὰ καλύτερα, τὰ εὐγενέστερα»), ὑπονοώντας τὴν Παναγία, ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό.
Αὐτὴ, ὅμως, ἡ πράγματι ἔξυπνη ἀπάντηση χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεόφιλο ὅτι περιεῖχε καὶ κάποια προπέτεια καὶ ἐπιπολαιότητα, ὁπότε ἔδωσε τὸ μῆλο στὴν ἐπίσης ὡραία, ἀλλὰ καὶ σεμνὴ Θεοδώρα.
Ἡ Κασσιανὴ ἀπογοητεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀποτυχία της καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀποτραβηχτῆ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ μονάση. Ἔκτισε μὲ δικά της χρήματα ἕνα μοναστῆρι, ποὺ πῆρε ἀργότερα τὸ ὄνομά της, ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἀφιερώθηκε στὴ λατρεία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ποίηση, συνδυάζοντας ἔτσι τὴ βαθειὰ εὐσέβεια καὶ τὴν κλίση της στὰ γράμματα. Λέγεται μάλιστα ὅτι μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς εἶπε: «Ἐπειδὴ δὲν ἔγινα βασίλισσα τοῦ προσκαίρου τούτου κόσμου, θὰ γίνω ὑπήκοος τῆς αἰωνίας Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ».
Ἐκεῖ στὸ μοναστῆρι ἐκδηλώθηκε καὶ τὸ ἔμφυτο καλλλιτεχνικὸ τῆς ταλέντο καὶ τὸ βαθὺ θρησκευτικὸ της συναίσθημα συνθέτοντας ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους καὶ τροπάρια. Ἐκεῖ στὴν ἥσυχη καὶ ὑποβλητικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ μοναστηριοῦ συνέθεσε καὶ τὸ περίφημο Ἰδιόμελο «Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς», ἀπὸ τὸ ὄνομά της, ποὺ ἀργότερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ καθιέρωσε ὡς «Δοξαστικὸ» τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης.
Φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ Κασσιανὴ ἐμπνεύστηκε τὸ Ἰδιόμελο αὐτὸ τροπάριο ἀπὸ τὰ λόγια τῶν Εὐαγγελιστῶν, ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ὅπως πολλοὶ πιστεύουν, ἀλλὰ στὴν ἀνώνυμη ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, τὴ μοιχαλίδα, ποὺ ὁ Χριστὸς ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο λιθοβολισμὸ τοῦ ἔξαλλου πλήθους τῶν Φαρισαίων γιὰ τὸ ἠθικὸ της παράπτωμα, μὲ ἐκεῖνα τὰ λόγια Του: «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω ἐπ’ αὐτήν». Καὶ ὅταν ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνα τοῦ Φαρισαίου τοῦ λεπροῦ, ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναῖκα αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ πάη νὰ ἐκφράση τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ ἀφοσίωσή της στὸν Σωτῆρα Χριστό. Ἀγοράζει ἀρώματα, ντύνεται ταπεινὰ καὶ σεμνὰ καὶ ταπεινωμένη καὶ συντετριμμένη, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἔρχεται καὶ πλένει τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ σκουπίζει μὲ τὰ ξέπλεκα μαλλιά της. Τὰ δάκρυά της ἐκεῖνα ἦταν δάκρυα ἐλέους καὶ συντριβῆς καὶ κλαίει μὲ πάθος νὰ τὴν εὐσπλαχνιστῆ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγχώρεσης.
Τὸ παραπάνω περιστατικὸ τὸ ἀναφέρουν οἱ τρεῖς ἀπὸ τοὺς τέσσερις Εὐαγγελιστές.
Ὁ Λουκᾶς (7, 37-38) γράφει: «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τὴ πόλει ἥτις ἣν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τὴ οἰκία τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καὶ στάσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοὶς δάκρυσι καὶ ταὶς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ».
Ὁ Ματθαῖος (26, 6-7): «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῶ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου».
Καὶ ὁ Μᾶρκος (14, 3) λέει: «Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τὴ οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ᾖλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς».
Τὸ Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς: «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος».