Δεν υπάρχουν σχόλια

Η αληθής θεογνωσία

Περιερχόμενος τις πόλεις και τα χωριά της Ιουδαίας ο Χριστός, βρέθηκε μπροστά σε δύο τυφλούς, που ζήτησαν με δυνατές κραυγές να τους σπλαχνιστεί και να τους θεραπεύσει από την τύφλωση. Ο Χριστός τους ρώτησε αν πιστεύουν ότι μπορεί να το κάνει αυτό και εκείνοι απάντησαν θετικά. Και ο Χριστός τους έδωσε το φως τους (Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου).

Οι δυο τυφλοί στην ικεσία τους ονόμαζαν τον Χριστό υιό του Δαυΐδ. «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ». Είχαν δηλαδή ενστερνισθεί τη γνώμη, ότι έχουν μπροστά τους όχι έναν απλό άνθρωπο, αλλά τον αναμενόμενο ένδοξο απόγονο του Δαυΐδ, τον Μεσσία και λυτρωτή των ανθρώπων. Πίστευαν ότι ο Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Θεού, που είχε προφητευθεί από όλους τους προφήτες. Αλλά η πίστη τους δεν σταματούσε εκεί.

Ο Χριστός δεν τους θεράπευσε αμέσως, αλλά τους άφησε να τον ακολουθούν καθοδόν και να φωνάζουν. Όταν έφτασαν στο σπίτι όπου πήγαινε ο Χριστός, τον πλησίασαν και τότε ο Χριστός τους ρώτησε: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» Ότι έχω πράγματι τέτοια δύναμη, να σας θεραπεύσω; Και αυτοί απάντησαν χωρίς αμφιβολία: «Ναι, Κύριε». Τον προσφώνησαν Κύριο, δηλαδή Θεό τους. Έδειξαν με τον τρόπο αυτόν, ότι δεν έβλεπαν μπροστά τους απλώς άνθρωπο, αλλά τον ίδιο τον Θεό. Κύριος ήταν μόνο ο Θεός ο Παντοκράτωρ. «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου… Ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστιν» (Εξ. 20, 2∙ Δευτ. 6, 4). Ήταν η πρώτη και βασική εντολή του Θεού που δόθηκε στους Ισραηλίτες με τον πιο επίσημο τρόπο στο όρος Σινά.

Οι δυο τυφλοί δείχνουν να αντιλαμβάνονται αυτό που για τους δήθεν σοφούς ερμηνευτές του Μωσαϊκού νόμου, νομικούς, γραμματείς και φαρισαίους, παρέμενε άλυτο, κεκρυμμένο μυστήριο. Ότι ο Μεσσίας δεν ήταν μόνο άνθρωπος, αλλά και Θεός. Υιός Θεού, Θεός ίσος προς τον Πατέρα, όχι απλώς προφήτης ή άνθρωπος σοφός. Ο ίδιος ο Χριστός μάλιστα τους προκάλεσε κάποτε, για να τους φράξει τα στόματα, επειδή συνεχώς καραδοκούσαν να τον παγιδεύσουν.

Και τους έθεσε το ερώτημα: «Τί γνώμη έχετε για τον Μεσσία Χριστό; Τίνος υἱός ἐστι;» Του απαντούν: «Θα είναι απόγονος του Δαυΐδ». Ξαναρωτάει ο Χριστός: «Πώς γίνεται λοιπόν ο Δαυΐδ, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, να τον αποκαλεί Κύριο;». Διότι πράγματι ο Δαυΐδ, σε έναν κατ’ εξοχήν χριστολογικό του ψαλμό, λέει τα εξής ακατάληπτα λόγια: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου», δηλαδή είπε ο Κύριος (ο Θεός Πατήρ) στον Κύριό μου (στον Θεό Υιό, τον Χριστό), «κάθισε στα δεξιά μου, μέχρι να βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδών σου» (Ψαλμ. 109, 1).

Ο Δαυΐδ λοιπόν αποκαλεί Κύριο τον Χριστό. Πώς γίνεται να είναι υιός του, απόγονός του;

Στο ερώτημα του Χριστού κανένας από τους «σοφούς» διδασκάλους του Ισραήλ δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση. Μόνο αν δεχτούμε ότι ο Χριστός είναι όχι μόνο άνθρωπος, αλλά και Θεός, κατανοούμε γιατί δεν είναι μόνο υιός του Δαυΐδ, αλλά και Κύριός του. Η σοφία του κόσμου αδυνατεί να λύσει τέτοια μυστήρια. Χρειάζεται «ἡ ἄνωθεν σοφία», ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Όποιος συλλαμβάνει αυτή την αλήθεια και ομολογεί ότι ο Χριστός είναι Θεός που έγινε και άνθρωπος, είναι εκ του Θεού. Όποιος αρνείται ότι ο Χριστός είναι (ο μόνος) Θεάνθρωπος, έχει το πνεύμα του Αντιχρίστου, ο οποίος «ἔρχεται, καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη» (Α΄ Ιω. 4, 2-3).

Έχουμε την αληθή θεογνωσία των δύο τυφλών, ή είμαστε σαν τους τυφλούς φαρισαίους;

Του π. Δημητρίου Μπόκου

 

 

Προσθήκη σχολίου