Κάποτε ένας νέος είπε στον πνευματικό του: «Πάτερ, κουράστηκα να προσπαθώ να είμαι κοντά στον Θεό και να αγωνίζομαι. Στο κάτω – κάτω ποιος με διαβεβαιώνει ότι υπάρχει μετά θάνατον ζωή; Τουλάχιστον να ευχαριστηθώ την παρούσα».
Το είπε και το έκανε ο νέος αυτός. Έτσι λοιπόν, πέρασε πολλά χρόνια γλεντώντας και διασκεδάζοντας, κοιτάζοντας μόνο τον εαυτό του και την άνεσή του και αδιαφορώντας για το εάν γύρω του υπήρχαν συνάνθρωποί του με προβλήματα και πόνο.
Κάποια στιγμή όμως αρρώστησε βαριά, από καρκίνο, και οι γιατροί του έδιναν λίγες μόνο ελπίδες για να ζήσει. Τότε τον εγκατέλειψαν όλοι. Οι φίλοι του, γιατί δεν μπορούσε πλέον να τους συντροφεύει στις διασκεδάσεις τους, τα παιδιά του, γιατί τα ενοχλούσε το καταθλιπτικό περιβάλλον του νοσοκομείου, ακόμη και η γυναίκα του, γιατί βρήκε στο μεταξύ άλλον πιο υγιή σύζυγο. Και όλοι αυτοί ενήργησαν έτσι γιατί σκέπτονταν όπως αυτός, κοιτούσαν δηλαδή μόνο το συμφέρον τους και την άνεσή τους και δεν τους ενδιέφερε τίποτε άλλο.
Ο μόνος που τον επισκεπτόταν στο νοσοκομείο προσπαθώντας να του δώσει λίγο θάρρος ήταν ο πνευματικός του. Σε μια από τις επισκέψεις του λοιπόν αυτές, του είπε ο πατήρ την ώρα που τον κοινωνούσε: «Αυτό που σου δίνω τώρα παιδί μου, είναι το Σώμα και το Αίμα από Κάποιον που δεν κοιτούσε μόνο τον Εαυτό του και που προτίμησε να σταυρωθεί, θυσιαζόμενος έτσι για όλους εμάς».