Ο χώρος τής Μονάδας Εντατικής Θεραπείας είναι ένας χώρος πού γίνεται αγώνας εντατικός εναντίον του θανάτου. Οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό παλεύουν με τον θάνατο, ο οποίος διεκδικεί τον ασθενή, αλλά και ο ασθενής βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Μπροστά του βλέπει τον θάνατο να έρχεται, και αυτό του αυξάνει τη στενοχώρια, συγχρόνως είναι μόνος του, χωρίς την ύπαρξη των αγαπημένων του προσώπων, τα οποία βλέπει ελάχιστα λεπτά τής ώρας. Τότε βρίσκεται απέναντι στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και του θανάτου, του νοήματος της ζωής, αλλά εμφανίζονται και οι τύψεις από γεγονότα του παρελθόντος.
Στον θάλαμο εντατικής θεραπείας υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την υγεία τού σώματος και τη διαφυγή του θανάτου, αλλά δεν υπάρχει παράλληλο ενδιαφέρον για τα εσωτερικά υπαρξιακά ερωτήματα και τις πνευματικές ανησυχίες τού ασθενούς.
Ο κληρικός δύσκολα μπορεί να ασκήσει την ποιμαντική του διακονία. Έτσι, ο ασθενής μόνος του πρέπει να ανανήψει πνευματικά, να δεχθεί τις επισκέψεις της θείας Χάριτος, ανάλογα με τις προηγούμενες εσωτερικές καταστάσεις.
Στο διαδίκτυο βρήκα ένα κείμενο του αειμνήστου λαμπρού Εισαγγελικού Λειτουργού Ευάγγελου Κρουσταλάκη, που έφθασε μέχρι και τη θέση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με τις νομικές του γνώσεις, αλλά και το ήθος του.
Ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του από τη μονάδα εντατικής νοσηλείας στην οποία βρέθηκε μετά από μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση. Γράφει για το «έντονο συναίσθημα απομόνωσης», για την «αίσθηση της εγκατάλειψης, «τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς», τις πολλές σκέψεις που «κατακλύζουν το μυαλό του ανθρώπου», και που ταλανίζουν την ψυχή του. Στην αρχή τον βοήθησαν οι όμορφες αναμνήσεις «από τα προηγούμενα χρόνια», αλλά πάλι τον κατέκλυσε «το συναίσθημα της μοναξιάς και της εγκαταλείψεως» και στη συνέχεια γράφει:
«Όπως ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κοιτάζοντας σχεδόν πάντοτε το ταβάνι του δωματίου, άρχισα να περιφέρω το βλέμμα μου γύρω – τριγύρω και ξαφνικά ανακάλυψα στον απέναντι τοίχο, στην επάνω αριστερή γωνία του, μια εικόνα της Παναγίας που στην αγκαλιά της κρατούσε τον Χριστό. Κάποιος καλός άνθρωπος την είχε τοποθετήσει εκεί. Από τη στιγμή αυτή η Παναγία μας έγινε η συντροφιά μου. Αυτή η απλή εικόνα, που δεν είχε ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία, ήταν μια πόρτα που με οδήγησε κοντά στην Παναγία. Κατανόησα καλύτερα τότε τι πάει να πει ότι «ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει», όπως λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Συναισθήματα, σκέψεις, αγωνίες μου έγιναν αντικείμενο εκμυστηρεύσεών μου στην Παναγία. Εκείνη φαινόταν πως με άκουγε. Φυσικά δεν μου μιλούσε, έδειχνε όμως ότι κατανοούσε την αγωνία μου. Έτσι, μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ηρεμίας επικράτησε σιγά – σιγά και ανεπαίσθητα στην τρικυμισμένη ψυχή μου. Οι ατέλειωτες ώρες της παραμονής μου στην εντατική έπαψαν να είναι εφιαλτικές. Είχα την αίσθηση πως κάποιος, που με αγαπούσε πολύ, βρισκόταν δίπλα μου. Ένιωθα το ζεστό χάδι, από το χέρι ενός δικού μου ανθρώπου, στο ξερό και φλεγόμενο από τον πυρετό μέτωπό μου».
Αυτό το περιστατικό δείχνει πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στη ζωή μας η Παναγία, ιδίως αν κανείς είχε παρόμοιες εμπειρίες προηγουμένως. Έπειτα, δείχνει τη μεγάλη αξία των εικόνων, των εκκλησιαστικών συμβόλων που μπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο σε στιγμές που είναι αδύνατη άλλη ανθρώπινη βοήθεια. Σε κάποιο σημείο του άρθρου του ο αείμνηστος Ευάγγελος Κρουσταλάκης γράφει:
«Οι αναμνήσεις αυτές, αλλά ιδιαίτερα η εμπειρία μου από την Παναγία της εντατικής, αισθάνομαι πως με έχουν συνδέσει στενά με την εικόνα της Παναγίας. Έτσι τώρα μπορώ να νιώσω καλύτερα γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι, σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους, στην Παναγία προσφεύγουν και αυτήν επικαλούνται, προσευχόμενοι μπροστά στην εικόνα της».
Η Παναγία επεμβαίνει στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μας, αρκεί να ζητήσουμε τη βοήθειά της.