Κάποια φορά, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀποκρισιάριους-διακονητὰς τῆς Μονῆς ἔφερε ἕνα μαχαίρι πολὺ καλὸ καὶ ὄμορφο. ῾
Ο Δοσίθεος τὸ ἐπῆρε καὶ τὸ ἔφερε στὸν ᾿Αββᾶ Δωρόθεο, λέγοντας: «῾Ο δεῖνα ᾿Αδελφὸς ἔφερε αὐτὸ τὸ μαχαίρι καὶ τὸ ἐπῆρα, ὥστε — ἄν εἶναι εὐλογημένο — νὰ τὸ ἔχουμε στὸ Νοσοκομεῖο, διότι κόβει καλὰ τὸ ψωμί».
Σημειωτέον, ὅτι ὁ μακάριος Δωρόθεος ποτὲ δὲν εἶχε ἀποκτήσει στὸ Νοσοκομεῖο κάτι ὄμορφο, δηλαδὴ κάτι, τὸ ὁποῖο νὰ εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὸ μέτριο.
Τοῦ λέγει λοιπόν: «Δός μου νὰ τὸ ἰδῶ, ἐὰν εἶναι καλό». Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔδωσε, λέγοντας: «Ναί, Γέροντα, εἶναι πολὺ κατάλληλο γιὰ τὸ ψωμί». Πράγματι, ἔβλεπε καὶ ὁ Δωρόθεος, ὅτι ἦταν καλὸ καὶ χρήσιμο γιὰ τὴν διακονία αὐτή. ῞Ομως, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ ἔχη ὁ Δοσίθεος προσπάθεια καὶ προσκόλλησι σὲ ὁ,τιδήποτε ὑλικὸ ἀντικείμενο, δὲν ἠθέλησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψη γιὰ νὰ τὸ κρατήση.
Τοῦ λέγει λοιπόν: «Δοσίθεε, σοῦ ἀρέσει τόσο πολύ; Θέλεις νὰ εἶσαι δοῦλος αὐτοῦ τοῦ μαχαιριοῦ καὶ ὄχι δοῦλος τοῦ Θεοῦ; Ναί, Δοσίθεε, σοῦ ἀρέσει νὰ ἔχης προσπάθεια καὶ προσκόλλησι στὸ μαχαίρι τοῦτο; Καὶ δὲν ἐντρέπεσαι ποὺ θέλεις νὰ σὲ ἐξουσιάζη αὐτὸ τὸ μαχαίρι καὶ ὄχι ὁ Θεός;». ᾿Εκεῖνος δὲ ἄκουγε σιωπηλά, μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι. ῞
Υστερα ὁ Δωρόθεος, ἀφοῦ τὸν ἐπέπληξε ἀρκετά, τοῦ λέγει: «Πήγαινε καὶ βάλε αὐτὸ στὴν θέσι του καὶ ποτὲ νὰ μὴν τὸ ἀγγίξης». Καὶ ἐτήρησε τὴν ἐντολὴ μὲ τόσο μεγάλη ἀκρίβεια, ὥστε οὔτε γιὰ νὰ τὸ δώση σὲ κάποιον ἄλλο δὲν τὸ ἔπιασε. ᾿Αλλά, ἐνῶ οἱ ἄλλοι διακονητὲς τὸ χρησιμοποιοῦσαν, μόνο αὐτὸς δὲν τὸ ἄγγιζε. Καὶ ποτὲ δὲν εἶπε: «Γιατί μόνο ἐγὼ καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι;». ᾿Αλλά, ὅσα ἄκουγε, ὅλα τὰ ἔπραττε μὲ χαρά.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ λοιπὸν πολιτεύθηκε τὸν ὀλίγο χρόνο ποὺ ἔζησε στὸ Μοναστήρι ὁ εὐλογημένος Δοσίθεος, διότι ἔζησε μόνο πέντε περίπου ἔτη καὶ ἔτσι ἐκοιμήθη στὴν ὑπακοή, χωρὶς νὰ κάνη οὔτε ἕνα θέλημά του σὲ κάποιο πρᾶγμα, χωρὶς νὰ πράξη τίποτε μὲ προσπάθεια καὶ προσκόλλησι.
Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα ἀσκητικά, σσ. 61-63, ἐκδ. Ἐτοιμσία, Καρέας 1993.