Ένας γέροντας αναχωρητής είχε σε γειτονικό χωριό κάποιο διακονητή, που τον εξυπηρετούσε στις προμήθειες του από τον κόσμο. Μια φορά όμως, έτυχε ο διακονητής αυτός να αργήσει να έρθει και έτσι τελείωσαν όλες οι προμήθειες του γέροντα. Θλίψη τον κατέλαβε, που δεν είχε πλέον τα απαραίτητα ούτε για το εργόχειρο ούτε για τη διατροφή.
Λέει λοιπόν στον υποτακτικό του:
-Θέλεις να πας ως το χωριό, για να ειδοποιήσεις τον διακονητή;
-Θα κάνω όπως μου πεις, γέροντα, απαντά εκείνος, πνίγοντας τους φόβους του για τους πειρασμούς που θα αντιμετώπιζε εκεί.
Ωστόσο, το ανέβαλε για λίγο ακόμη ο αναχωρητής, μην τολμώντας να στείλει τον μαθητή του στο χωριό. Καθώς όμως δεν φαινόταν να έρχεται ο διακονητής, ξαναλέει στον υποτακτικό του:
-Θέλεις να πας ως το χωριό;
Και εκείνος αποκρίνεται κόβοντας ξανά το θέλημα του:
-Όπως θέλεις εσύ θα κάνω, γέροντα.
-Πήγαινε, τον προστάζει ο αναχωρητής. Πιστεύω πως ο Θεός των πατέρων μου θα σε σκεπάσει και θα σε φυλάξει από κάθε πειρασμό.
Και αφού προσευχήθηκε, τον έστειλε στο χωριό με την ευχή του.
Μόλις έφτασε στο χωριό ο υποτακτικός, ρώτησε να μάθει πού μένει ο διακονητής, και βρήκε το σπίτι του. Έτυχε όμως εκείνη την ώρα να λείπει από το σπίτι και ο ίδιος και όλοι οι δικοί του, έξω από το χωριό, για κάποιο μνημόσυνο. Έμεινε μόνο μια θυγατέρα του, που μόλις άκουσε το χτύπημα στη θύρα, πήγε και του άνοιξε. Και ενώ αυτός τη ρωτούσε πού βρισκόταν ο πατέρας της, εκείνη τον παρακαλούσε, και ύστερα τον τραβούσε να μπει μέσα. Ο αδερφός αντιστεκόταν και δεν ήθελε. Μετά από κάποια σχετική πάλη, εκείνη τον έσυρε προς τα μέσα. Εκείνος τότε, βλέποντας τον εαυτό του να γλυστρά προς την αμαρτία, ενώ οι λογισμοί του τον περιέσφιγγαν, στέναξε και κραύγασε προς το Θεό:
-Κύριε, με τις ευχές του γέροντα μου, σώσε με!
Μόλις είπε αυτή την προσευχή, βρέθηκε ξαφνικά μακριά, στον δρόμο για το κελί του. Και έφτασε στον γέροντά του χωρίς την παραμικρή βλάβη.