Ο Weiss περιγράφει τη συζήτησή του με τον αιδεσιμότατο Burris Jenkins (Μπέρις Τζένκινς), ο όποιος, πριν γίνει κληρικός, αν και είχε εκπαιδευτεί σε πολλά, «του συνέβη κάτι» -όπως αφηγείται – «που δεν γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή».
Και «εκείνη η στιγμή» ήταν, όταν έγινε το ατύχημα από μία τρομερή έκρηξη στο μηχανοστάσιο μιας θαλαμηγού, στην οποίοι είχε την ευθύνη.
Ο Τζένκινς είχε εκπαιδευτεί στην Ακαδημία «Άντμιραλ Φάρεϊγκατ», προετοιμαζόμενος για την Ανάπολη ή για την Ακαδημία του Εμπορικού Ναυτικού των Η.Π.Α. στο Κινγκς Πόιντ της Νέας Υόρκης. Πέρασε αργότερα μια προπαρασκευαστική ιατρική εκπαίδευση στο Κολλέγιο Ρόλινς, στο Γουίντερ Πάρκ της Φλόριντας. Τα τελευταία χρόνια ήταν πιλότος σε Μπόινγκ 707 μιας μεγάλης εταιρίας.
Περιγράφοντας λοιπόν το ατύχημά του είπε: «Ήταν Αύγουστος του 1957. Φορτίζαμε τις μπαταρίες, όταν έγινε η έκρηξη. Το κορμί μου τινάχθηκε αρκετά πόδια ψηλά, τρυπώντας τη μουσαμένια σκεπή, και ξαναπέφτοντας προσγειώθηκα ανάμεσα σε δύο μηχανές. Έτρεχε βενζίνη από τους σωλήνες και σκέφτηκα, όπου να είναι, θα ξαναγίνει έκρηξη. Όπως και έγινε. Ήμουν μαύρος σαν κάρβουνο, με εγκαύματα δευτέρου και τρίτου βαθμού. Το δέρμα των χεριών μου ξεκόλλησε σαν γάντι».
Μετά τον τραυματισμό του από την έκρηξη στο πλοίο, διατηρώντας τις αισθήσεις του, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο Πρώτων Βοηθειών στο Νοσοκομείο του Χάντιγκτον, και από εκεί στο Νοσοκομείο Ρούσβελτ της Νέας Υόρκης, όπου και χειρουργήθηκε. Η εγχείρηση, κατά την αφήγησή του, «κράτησε κάπου δυόμιση ώρες».
Συνεχίζοντας δε, λέει: «Μερικές μέρες αργότερα έβλεπα τηλεόραση για να περάσω την ώρα μου. Κάποια στιγμή άρχισαν οι διαφημίσεις. Το επόμενο λεπτό (και στο σημείο αυτό αρχίζει η περιγραφή της εμπειρίας του) κοίταζα έναν ασθενή ξαπλωμένο στο ίδιο το κρεβάτι που βρισκόμουν εγώ πριν λίγο. Αυτός ο ασθενής προσπαθούσε να ταυτισθεί με μένα. Έφριξα με αυτή τη σκέψη…».
Η συνέχεια της περιγραφής είναι η εξής: 1) βγήκε από το παράθυρο του τετάρτου ορόφου πάνω από την αυλή του Νοσοκομείου, 2) πέταξε πάνω από τη Νέα Υόρκη και πάνω από τα σύννεφα, 3) περνώντας την τροχιά της Σελήνης με το αίσθημα της συνεχώς αυξανόμενης επιτάχυνσης, «προς τα πίσω», και μέσα από το γαλαξιακό σύστημα, βλέποντας την καμπυλότητα της γης, και τη θέα ολόκληρη όπως την βλέπει ένας αστροναύτης.
Και ξαφνικά, ενώ πετούσε, συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει μέσα από το ίδιο το ηλιακό σύστημα, έβλεπε τη γη, πολλούς πλανήτες, τον ήλιο και τον Γαλαξία. Καθώς όμως τα άστρα αραίωναν ολοένα, ακόμη και ο Γαλαξίας φαινόταν σαν ένα μόνο αστέρι, ήταν σε αυτό το σημείο που για πρώτη φορά ανησύχησε και -όπως αφηγείται- «η ιδέα του θανάτου μπήκε στη σκέψη μου. Ίσως είμαι νεκρός, σκέφτηκα. Γιατί ό χρόνος δεν φαίνεται να παίζει κανένα ρόλο, και αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρο. Ταξίδευα σίγουρα, με ταχύτητα γρηγορότερη του φωτός. Και θυμάμαι -αφηγείται στον Weiss- ότι έκανα μία νοερή παρατήρηση: Ποιος είπε ότι δεν μπορείς να πας πιο γρήγορα από την ταχύτητα του φωτός; Αυτό κάνεις τώρα».
«Ξαφνικά -συνεχίζει η αφήγηση της εμπειρίας- σκέφθηκα ότι η γυναίκα μου θα προσπαθούσε να με φθάσει. Συνειδητοποίησα ότι είναι δυνατό να μείνει κανείς απόλυτα μόνος, στην αιωνιότητα. Σ’ αυτό το σημείο η ανησυχία μου ήταν ποιον άφηνα πίσω μου. Θα έμενα αιώνια εντελώς απομονωμένος; Αυτή η αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς με τρόμαξε. Ενώ βρισκόμουν στην κατάσταση της απόλυτης μοναξιάς, συνειδητοποίησα την παρουσία αναρίθμητων όντων, φιλικών όπως και εγώ, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Ήταν σε μεγάλη αρμονία με ένα φως που βρισκόταν μακριά, στα δεξιά και ολόγυρά μου. Αυτό το φως δεν περιγράφεται. Είναι ένα φως που ξεπηδά από παντού, όμως δεν είναι σαν του ήλιου ή σαν οποιοδήποτε άλλο. Είναι το Ζωντανό Φως και όλα τα όντα βρίσκονται σε αρμονία μαζί του. Σκέφθηκα: Αυτό πρέπει να είναι ο Θεός, το Έσχατο Όν, μόνο που δεν είμαι μαζί Του. Δεν μπορώ να Του μιλήσω, να επικοινωνήσω με Αυτό. Και ούτε Αυτό μου μιλάει. Φώναξα: ‘’Θεέ μου, βοήθησέ με’’».
Και ολοκληρώνει ο Μπέρις Τζένκινς την περιγραφή της «εμπειρίας του» στον Weiss λέγοντάς του: «Δεν είχα καλά – καλά τελειώσει αυτά τα λόγια, και ξαναβρέθηκα στο κρεβάτι μου να κοιτάζω τις ίδιες διαφημίσεις στην τηλεόραση. Το πρώτο πράγμα, που έκανα μόλις μπόρεσα να σηκωθώ, ήταν να τρέξω στο παράθυρο και να δω την πόλη. Ήταν ακριβώς όπως την είδα βγαίνοντας από το παράθυρο του τετάρτου ορόφου. Πριν από αυτό δεν την είχα ξαναδεί, γιατί στο Νοσοκομείο με έβαλαν ξαπλωμένο πάνω σε ένα φορείο. Μερικές εβδομάδες αργότερα βγήκα από το Νοσοκομείο. Η εμπειρία μου αυτή με κλόνισε πολύ, και άρχισα να ζητώ από κάθε ιερωμένο που συναντούσα, μία απάντηση στα ερωτήματά μου. Κανείς δεν μπόρεσε να με φωτίσει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή της ζωής μου, θεωρούσα τον εαυτό μου άθεο. Δεν πίστευα στον Θεό. Αυτή η εμπειρία με έκανε να αρχίσω να σκέπτομαι τη θρησκεία».
Και συνεχίζει: «Το 1962 αποσπάστηκα στη Στρατιωτική Αεροπορική Μεταφορική Υπηρεσία, στη βάση Μόφατ, στην Ιαπωνία. Οι χώροι στάθμευσης ήταν κατασκότεινοι. Καθώς τους διέσχιζα μου ήρθε η σκέψη: Θαρρώ πως θα γίνω κληρικός. Ξαφνικά, σαν κάποιος να είχε γυρίσει τον διακόπτη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, βρέθηκα βουτηγμένος σε ένα μεγάλο φως που ήταν σαν να έλεγε∙ ‘’Ναι!’’, και φαινόταν να διαπερνά όλη την ύπαρξή μου. Ήταν μέσα μου, πάνω μου, γύρω μου και, το πιο σημαντικό, ήμουν μέρος του. Είχα δοκιμάσει άλλη μια φορά αυτό το φως, μόνο που τότε το αγνοούσα. Ταξίδευα μέσα και γύρω του, αλλά τότε δεν ταυτιζόμουν μαζί του, δεν ήμουν μέρος του.
Άρχισα να πηγαίνω τακτικά στην Εκκλησία και ένιωσα ζωντανό ενδιαφέρον για τη χριστιανική πίστη. Ζήτησα να μου επιτραπεί να εγκαταλείψω τον στρατό. Είπα στον πιο στενό μου φίλο: ‘’Θέλω να γίνω κληρικός’’». Και έγινε κληρικός.
Αβραμίδη Αθανασίου (Καρδιολόγου – Καθηγητού Παθολογίας Παν. Αθηνών), «Επιθανάτιες» εμπειρίες – Στο κατώφλι του θανάτου, εκδ. Τήνος.