Ο όσιος Σισώης, υπήρξε ασκητής. Καταγόταν από την Αίγυπτο, και επονομαζόταν «Μέγας». Ασκήτεψε στην έρημο και έπειτα στο ίδιο βουνό, που εκοιμήθη ο μέγας Αντώνιος. Εκοιμήθη το 429 μ.Χ., μετά από 62 χρόνια ασκητικής ζωής. Η μνήμη του τιμάται την 6η Ιουλίου.
Ο όσιος Σισώης επεσκέφθη κάποτε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όταν στάθηκε μπροστά και αναλογίσθηκε το μεγαλείο στο οποίο έζησε ο ενδοξότατος αυτός βασιλιάς των Ελλήνων, τη δόξα που απέκτησε με τα κατορθώματά του στους πολέμους, που τον έκαμαν ήρωα και κατακτητή της εποχής εκείνης, έφριξε με τη σκέψη πόσο άστατη είναι η ζωή και πόσο πρόσκαιρη η δόξα. Έκλαψε και θρήνησε για τη ματαιότητα όλης αυτής της προσπάθειας που κατέλαβε όλη του τη ζωή και που δεν του προσέφερε κανένα καλό στην ψυχή του.
Οι μαθητές του αββά Σισώη ζωγράφισαν την εικόνα του πνευματικού τους πατέρα κοντά στον τάφο και έγραψαν και το εξής επίγραμμα:
«Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;».
Που σημαίνει: «Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στη θεωρία σου, και χύνω δάκρυα από την καρδιά μου, φέροντας στον νου μου το χρέος που του οφείλουμε όλοι (δηλαδή τον θάνατο). Πώς και εγώ μέλλω να διαβώ τέτοιο τέλος; Αί, αί, θάνατε, ποιος μπορεί να σου ξεφύγει;».