Περπατούσε στους δρόμους μιας μεγαλούπολης. Είδε στο βάθος έναν ηλικιωμένο να κινείται με δυσκολία και να ξαποσταίνει σε ένα παγκάκι. Τον πλησίασε.
– Δεν με θυμόσαστε; Ήμουν μαθητής σας.
– Ναι! Σε θυμάμαι. Σε είχα μαθητή στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Τι κάνεις τώρα;
– Διδάσκω. Με επηρεάσατε τόσο πολύ, που ήθελα να σας μοιάσω.
– Μα πώς σε επηρέασα;
– Μια μέρα, ένας συμμαθητής μου ήρθε στην τάξη με ένα όμορφο ρολόι στο χέρι του. Το έβγαλε και το έβαλε στο συρτάρι του θρανίου. Πάντα ονειρευόμουν να έχω ένα ρολόι σαν αυτό. Το έκλεψα. Το αγόρι ήρθε με δάκρυα και παραπονέθηκε σε εσάς για την κλοπή. Κοιτάξατε γύρω και μας είπατε: «Όποιος πήρε το ρολόι του συμμαθητή σας, παρακαλώ να το επιστρέψει». Αισθάνθηκα πολύ ντροπιασμένος, αλλά δεν ομολόγησα.
Πήγατε στην πόρτα, την κλειδώσατε και μας είπατε όλοι να ευθυγραμμιστούμε κατά μήκος του τοίχου λέγοντας: «Πρέπει να ελέγξω όλες τις τσέπες σας με μια προϋπόθεση∙ όλοι θα κλείσετε τα μάτια σας». Υπακούσαμε και ένιωθα ότι αυτή ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της μέχρι τότε σύντομης ζωής μου.
Πήγατε από μαθητή σε μαθητή… Όταν βγάλατε το ρολόι από την τσέπη μου, συνεχίσατε να προχωράτε στο τέλος της σειράς. Τότε είπατε: «Παιδιά, όλα εντάξει. Μπορείτε να ανοίξετε τα μάτια σας και να επιστρέψετε στα θρανία σας».
Επιστρέψατε το ρολόι στον συμμαθητή μου και δεν είπατε άλλη λέξη σχετικά με αυτό το περιστατικό. Έτσι, εκείνη την ημέρα σώσατε την τιμή και την ψυχή μου. Δεν με κρίνατε ως κλέφτη και ψεύτη. Δεν με ενοχλήσατε, ούτε μου μιλήσατε γι’ αυτό το επεισόδιο. Με την πάροδο του χρόνου, κατάλαβα γιατί. Διότι, ως αληθινός δάσκαλος, δεν θέλατε να αμαυρώσετε την αξιοπρέπεια ενός παιδιού. Να γιατί έγινα δάσκαλος.
Για λίγο έμειναν σιωπηλοί…
– Μάλλον δεν θυμόσαστε αυτό το επεισόδιο.
Ο ηλικιωμένος δάσκαλος κοίταξε τον πρώην μαθητή του στα μάτια και του είπε:
– Μόλις τώρα μαθαίνω ότι ήσουν εσύ. Την ώρα που έψαχνα τις τσέπες σας, είχα και εγώ τα μάτια μου κλειστά.