Δεν υπάρχουν σχόλια

Τόσα χρόνια μέσα στην Εκκλησία κι όμως ζεις αντίχριστα

Για σένα μιλώ, για μένα μιλώ που δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου, που δεν δέχομαι ούτε την παραμικρή παρατήρηση, που δεν ανέχομαι κανέναν να μου μιλήσει στον «ενικό», που οργίζομαι με κάθε έναν που τολμά να με προσπεράσει στο αντίδωρο, που αντιπαθώ όλους εκείνους που ίσως έχουν μια πιο βαθιά σχέση με τον ιερέα της ενορίας μου ή γνωρίζουν πιο πολλούς γέροντες και αρχιερείς από εμένα.

Τόσα χρόνια μέσα στην Εκκλησία κι όμως παραμένουμε σε μια ευσέβεια που από τη μία μας ωθεί να ζυμώνουμε άρτους για την προσκομιδή και από την άλλη να υπερασπιζόμαστε με φανατισμό το αυτοείδωλό μας.

Μια κυρία, τις προάλλες, δέχτηκε μια παρατήρηση από τον επίτροπο κάποιας ενορίας. Μια κυρία που κάνει δωρεές σε ναούς, που γνωρίζει και τη γνωρίζουν πολλοί ιερείς, ακόμα και αρχιερείς. Μια κυρία που κάθε εβδομάδα φέρνει άρτους, που έχει πνευματικό πατέρα, που κυκλοφορεί πάντα ντυμένη ευπρεπώς, που ακούει μόνο τον ραδιοφωνικό σταθμό της Μητροπόλεως, που συμμετέχει πολλές φορές σε εκδρομές της Μητροπόλεως. Μια κυρία που θα αυτοχαρακτηριζόταν «άνθρωπος του Θεού, άνθρωπος της Εκκλησίας».

Αυτή, λοιπόν, η ευσεβής κυρία, της μακριάς φούστας, των προσκυνηματικών εκδρομών, των ζυμωτών άρτων, των εκκλησιαστικών γνωριμιών, όχι μόνο δεν μπόρεσε να βαστάξει μία παρατήρηση αλλά σήκωσε πόλεμο κατά του επιτρόπου που της έκανε παρατήρηση. Κλάφτηκε στον πνευματικό της, παραπονέθηκε στον προϊστάμενο της ενορίας, είπε λόγια για τον επίτροπο σε άλλες κυρίες. Έχουνε περάσει τρεις – τέσσερις ημέρες κι όμως ακόμα με αυτό ασχολείται. Το μόνο που τη νοιάζει είναι να τιμωρηθεί ο «αγενής» επίτροπος, να αποκατασταθεί το όνομά της, η υπόληψή της, η αξιοπρέπειά της. Το μόνο που τη νοιάζει είναι να προσκυνήσουν όλοι (ο επίτροπος, ο προϊστάμενος, ο πνευματικός, ο αρχιερέας) το αυτοείδωλό της, διότι το αξίζει. Αυτό νομίζει. Ζητά υπεράσπιση του «εγώ» της. Ζητά αμνήστευση των ιδιοτροπιών της.

Τόσα χρόνια μέσα στην Εκκλησία κι όμως ζει αντίχριστα.
Δεν θέλει να ταπεινωθεί, δεν θέλει να συγχωρέσει, δεν θέλει να υπομείνει, δεν θέλει να αγαπήσει, δεν θέλει να μετανοήσει. Θέλει δικαίωση, θέλει εκδίκηση, θέλει επαίνους, θέλει να σταυρώσει και όχι να σταυρωθεί, θέλει κατανόηση αλλά η ίδια δεν κατανοεί, ψάχνει συμπόνοια με  ψευτοκλάματα μα η ίδια παραμένει σκληρόκαρδη, νιώθει αδικημένη κι όμως αυτή είναι που αδικεί και καταδυναστεύει.

Τέτοιοι άνθρωποι, δυστυχώς, υπάρχουν αρκετοί μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας μας. Άνθρωποι ευσεβοφανείς, που το μόνο που τους νοιάζει είναι να επιβληθούν στους άλλους, να εξουσιάσουν τους άλλους. Δεν διστάζουν να συκοφαντήσουν, να σπείρουν διχόνοια. Κατακρίνουν μέρα και νύχτα τους άλλους, αλλά κάνουν και το απόδειπνο. Νηστεύουν Τετάρτη και Παρασκευή, μα συγχρόνως, με λύσσα, ζητούν «επί πίνακι» το κεφάλι του συνανθρώπου τους, που ίσως έσφαλε εναντίον τους. Με το ένα χέρι κρατάνε το κομποσχοίνι και το με το άλλο κρατούν σφικτά τα χρήματά τους μη τυχόν κάνουνε ελεημοσύνη σε κάποιον φτωχό.

Σαν την κυρία αυτή υπάρχουν πολλές και πολλοί, που με τη συμπεριφορά τους γίνονται η μεγαλύτερη δυσφήμιση του Χριστού και της Εκκλησίας Του. Αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι διώκτες του Χριστού. Όλοι αυτοί που ζούνε θρησκευόμενα αλλά όχι εκκλησιαστικά, που ζούνε ηθικιστικά αλλά όχι αγαπητικά, που νομίζουν ότι ζούνε χριστιανικά κι όμως ζούνε αντίχριστα. Υποκριτές που το μόνο που κάνουνε μια ολάκερη ζωή είναι να χρησιμοποιούν την Εκκλησία για να καταξιωθούν κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά. Δυστυχώς δεν υπάρχει ίχνος αυτογνωσίας, αυτομεμψίας, μετάνοιας, ταπείνωσης και αγάπης.

Να με συγχωρείτε αδελφοί μου, αλλά μερικές φορές με πιάνει θυμός με όλες αυτές τις καταστάσεις, όπου άνθρωποι που αυτοπαρουσιάζονται ως πνευματικοί συμπεριφέρονται χειρότερα από κοσμικούς ανθρώπους.

Τι να την κάνουμε την ηθική χωρίς αγάπη; Τι να τον κάνουμε τον εκκλησιασμό που γίνεται μόνο και μόνο από συνήθεια, χωρίς προσευχή και πόθο για κοινωνία με τους άλλους; Τι να την κάνουμε την ευσεβοφάνεια χωρίς Χριστό;

Επιτέλους, ας πάψουμε να ζούμε με εγωισμό. Επιτέλους, ας πάψουμε να ζούμε ως δαίμονες, που κατά τα άλλα κοινωνούμε κάθε Κυριακή. Επιτέλους, ας πάψουμε να ζούμε αγωνιζόμενοι, όχι για να σωθούμε αλλά για να κολαστούμε. Διότι ο άνθρωπος που με εμμονή ψάχνει συνεχώς τη δικαίωση, την εκδίκηση, που ζει με κακία και κατάκριση, με σκληρότητα και έπαρση, καμία νηστεία δεν θα τον σώσει, καμία εκκλησιαστική γνωριμία του δεν θα τον βοηθήσει στην Κρίση, καμία δωρεά σε ιερούς ναούς δεν θα αμνηστεύσει την υπερηφάνειά του.

Μακάρι όλοι μας με πρώτο εμένα, ζώντας μέσα στην Εκκλησία να ανοίξουμε την καρδιά μας στη χάρη του Θεού, ώστε να φωτιστούμε και πλέον να ζούμε χριστομίμητα και όχι αντίχριστα. Μα αυτό χρειάζεται πρώτα να βάλουμε στη ζωή μας μετάνοια και ταπείνωση. Χρειάζεται να πάψουμε να βλέπουμε τους άλλους ως εχθρούς, να πάψουμε να δικαιολογούμε τον εαυτούλη μας. Η κόλαση θα είναι γεμάτοι από ανθρώπους «τακτοποιημένους» και «καθαρούς», που δεν είχαν όμως ταπείνωση και μετάνοια. Ο παράδεισος θα είναι γεμάτος από ανθρώπους αμαρτωλούς, που όμως μετανόησαν και ταπεινώθηκαν.

Για να σωθούμε, λοιπόν, ας δούμε τον Σταυρό του Κυρίου και ας πάψουμε να ζητούμε δικαίωση και αξιοπρέπεια. Ας δούμε τον Κύριο σιωπών, τεταπεινωμένο και συγχωρών και ας πάψουμε να ζητούμε εκδίκηση θέλοντας να ικανοποιήσουμε τον θιγμένο εγωισμό μας. Ας δούμε τα χάλια μας και ας πάψουμε να ασχολούμαστε με τους άλλους. Και αν οι άλλοι μας κάνουν μία παρατήρηση ή πουν κάτι για εμάς ας το δούμε ως ευκαιρία να προαχθούμε πνευματικά και όχι να δικαιωθούμε κοσμικά. Είναι κρίμα για έναν θιγμένο εγωισμό να χάσουμε τη βασιλεία του Θεού.
Είναι κρίμα για ένα γινάτι να κολασθούμε.


† Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Προσθήκη σχολίου