Ὅποιος δοκίμασε νὰ περπατήσει σὲ δάσος, ὄχι δάσος μὲ δένδρα μεγάλα (πεῦκα, ἔλατα, ὀξιὲς κ.τ.λ.) ἀλλὰ δάσος μὲ χαμηλὴ βλάστηση (πουρνάρια, θάμνους καὶ παρόμοια), γνωρίζει πόσο δύσκολο εἶναι νὰ διασχίσει αὐτὸ τὸ τελευταῖο. Διότι τὰ μεγάλα δένδρα ἀφήνουν χῶρο ἐλεύθερο νὰ περάσει κανείς. Τὰ πουρνάρια ὅμως καὶ οἱ ἄλλοι θάμνοι καθιστοῦν τὸ δάσος ἀδιάβατο. Ἀκόμη κι ἂν κάποτε ὑπῆρχε κάποιο μονοπάτι, ἂν αὐτὸ παύσει νὰ χρησιμοποιεῖται συχνά, οἱ θάμνοι γρήγορα τὸ καλύπτουν καὶ τὸ ἐξαφανίζουν.
Ἀπὸ μακριὰ αὐτὸ τὸ θαμνῶδες δάσος φαίνεται σὰν χλοερὸ λιβάδι. Μὰ ἂν παρασυρθεῖ κανεὶς καὶ νομίζοντας πὼς θὰ συντομεύσει τὸν δρόμο του, ἐπιχειρήσει νὰ τὸ διασχίσει, θὰ βρεθεῖ μπροστὰ σὲ ἐμπόδια ἀξεπέραστα. Τὰ ροῦχα του θὰ καταξεσχιστοῦν, τὸ σῶμα του θὰ γεμίσει πληγὲς καὶ ἡ πορεία του θὰ σταματήσει μπροστὰ σὲ ἀδιέξοδα.
Τὰ ἴδια παθαίνει καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀφήνει τὸν ἴσιο δρόμο τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του καὶ ἀκολουθεῖ τὰ ἀγκαθοπνιγμένα μονοπάτια τῆς ἁμαρτίας. Στὴν ἀρχὴ αὐτὰ τοῦ φαίνονται σὰν πάντερπνα καὶ εὐκολοδιάβατα λιβάδια, στὴ συνέχεια ὅμως καταλήγει καταπληγωμένος σὲ ἀδιέξοδες, ἐφιαλτικὲς καταστάσεις.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδὸς τοῦ 118ου Ψαλμοῦ διαπιστώνει μὲ πικρία ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ παραβιάζουν ἐπίμονα τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ δὲν ἀκολουθοῦν τὸν σωτήριο δρόμο Του: «Οὐ γὰρ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ ἐπορεύθησαν» (στ. 3). «Οἱ τῆς ἀνομίας ἐργάται ἑτέραν ἑαυτοῖς ὁδὸν κατεσκεύασαν καὶ τὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ παγεῖσαν κατέλιπον». Οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας ἄλλο δρόμο ἔκαναν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Κι αὐτὸν ποὺ εἶχε στερεώσει ὁ Θεὸς τὸν ἐγκατέλειψαν.
Ἡ διατύπωση τοῦ Ψαλμωδοῦ εἶναι ἀξιοσημείωτη. Δὲν λέει «οἱ ἀνομήσαντες», ἀλλὰ «οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν». Διότι παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ ὅλοι κάνουμε ὡς ἀδύνατοι ἄνθρωποι ποὺ εἴμαστε. Ἄλλο ὅμως αὐτὸ κι ἄλλο νὰ ἁμαρτάνει κανεὶς συστηματικά, σὰν νὰ ἔχει ὡς ἐπάγγελμά του τὴν ἁμαρτία. Οἱ πρῶτοι ἁμαρτάνουν σὲ μιὰ στιγμὴ ἀδυναμίας, μετανοοῦν ὅμως καὶ πορεύονται στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄλλοι ἀκολουθοῦν τὴν «ὁδὸν τῆς ἀπωλείας». Εὐρύχωρος δρόμος, πλατὺς καὶ εὔκολος. Ἀλλὰ μόνο στὴν ἀρχή. Ἔπειτα ἀρχίζουν τὰ ἀγκάθια. Στὴ συνέχεια τὰ φοβερὰ ἀδιέξοδα. Καὶ στὸ τέλος ἡ καταστροφή. Ἡ αἰώνια ἀπώλεια.
Μιὰ ματιὰ στὸν σύγχρονο κόσμο ἐπιβεβαιώνει πέρα ὣς πέρα τὸν ψαλμικὸ λόγο γιὰ τοὺς δρόμους τῶν παρανομούντων. Μάλιστα, ἂν προσέξει κανεὶς τὴ ζωὴ τῶν προβεβλημένων προσώπων καὶ στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸν κόσμο ὅλο, διαπιστώνει εὔκολα τὴν ἀπέραντη δυστυχία τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ καταφεύγουν τόσο συχνὰ στὸν ψεύτικο παράδεισο τῶν ναρκωτικῶν. Μεθοδεύουν ὅλο καὶ πιὸ πολλοὺς διεστραμμένους τρόπους ἡδονῆς, ἀλλὰ χαρὰ δὲν βρίσκουν. Εἶναι διαρκῶς παγιδευμένοι στὸ δάσος μὲ τὰ ἀγκάθια. Πληγώνεται τὸ σῶμα τους, πληγώνεται ἡ ψυχή τους, πνίγονται στὰ ἀδιέξοδα, ἐπιλέγουν τὸν θάνατο.
Φυσικὰ δὲν εἶναι μόνο τὰ προβεβλημένα πρόσωπα μακριὰ ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅλος σχεδὸν ὁ πλανήτης στὶς μέρες μας ἐργάζεται τὴν ἀνομία καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν σωτήριο δρόμο τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶναι τραγικὸ ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἀποστασία συντελεῖται μέσα στὸν λεγόμενο «χριστιανικὸ» κόσμο. Ἀκόμη καὶ μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Ἀπὸ τὴν ὁμολογημένη ἀθεΐα ὁρισμένων ἡγετῶν μας, μέχρι τὶς ἀνομολόγητες διαστροφὲς τῶν τηλεοπτικῶν ἀστέρων καὶ τῶν ἐξεχόντων τῆς πλουτοκρατίας.
Αὐτὸς εἶναι ὁ κόσμος μας. Ἔκανε τὶς ἐπιλογές του. Πορεύεται στοὺς δρόμους τοῦ κακοῦ. Δυστυχισμένος. Αὐτοκτονικός. Ἕως ὅτου τὸ τραγικό του κατάντημα τὸν φέρει σὲ συναίσθηση. Καὶ σὰν τὸν ἄσωτο ἀνακαλύψει ξανὰ τοὺς δρόμους τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπιστρέψει στὸ πατρικὸ σπίτι, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀπέραντη χαρὰ τῶν εὐφραινόμενων τέκνων τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ Σωτήρ», τ. 2159 (15 Ἰουλίου 2017)