Η αποτίμηση μιας τόσο σημαντικής απόφασης πρέπει να γίνεται προσεκτικά και χωρίς να υποκύπτουμε στους πειρασμούς του πρωθύστερου. Οφείλουμε να αποστασιοποιηθούμε από ερμηνείες μεταγενέστερες (και επομένως «επιχρωματισμένες» από τη μετέπειτα εμπειρία), που συχνά είναι προϊόντα των τρομερών παθών του Εθνικού Διχασμού. Με άλλα λόγια θα πρέπει, εκατό χρόνια μετά, να μπορούμε να ερμηνεύσουμε την απόφαση με όρους εκείνης της εποχής και των διλημμάτων της, και όχι, π.χ., με γνώμονα τη μεταγενέστερη κατηγορία των αντιβενιζελικών που (τραυματισμένοι από τη Δίκη και την εκτέλεση των Έξι) θέλησαν να μεταθέσουν την ευθύνη για την Καταστροφή στην αρχική απόφαση του Βενιζέλου.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, από το 1914, όφειλε να διαχειριστεί μια τρομακτικής έντασης πίεση, στο μέσον ενός Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου ήταν φανερό ή έστω, εξαιρετικά πιθανό, ότι η εποχή των αυτοκρατοριών στην ευρύτερη περιοχή της «Εγγύς Ανατολής» έφθανε στο τέλος της και θα εδραιωνόταν πλέον το μοντέλο διακυβέρνησης του Έθνους – Κράτους.
Στο πλαίσιο αυτό, οι διάσπαρτες ελληνικές κοινότητες στην περιοχή, εφόσον περιέρχονταν υπό την εξουσία ενός εχθρικού Έθνους – Κράτους, αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της εκδίωξης ή ακόμη και της εξόντωσης. Αυτό είχε ήδη συμβεί με τους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας που είχαν εκδιωχθεί μετά την προσάρτησή της από τη Βουλγαρία και κυρίως μετά το 1906. Εξάλλου, εξαιρετικά έντονες πιέσεις δεχόταν ο ελληνισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον «πρώτο διωγμό», μετά το 1914. Ήταν λοιπόν σαφές το δίλημμα· εάν η Ελλάδα δεν διεκδικούσε τη ζώνη της Σμύρνης, θα άφηνε μοιραία τους Έλληνες της περιοχής να εκδιωχθούν σε τραγικές συνθήκες.
Το 1914, ήταν φανερό ότι η Αθήνα δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα για να τους προστατεύσει. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια σημαντική δύναμη, πολύ ισχυρότερη από την Ελλάδα, ενώ επιπλέον διέθετε την υποστήριξη μιας μεγάλης Δύναμης, της Γερμανίας. Παράλληλα, η Ελλάδα αντιμετώπιζε και τη βουλγαρική δυσφορία για την απώλεια της παράκτιας μακεδονικής ζώνης στους Βαλκανικούς Πολέμους. Επομένως, το 1914, μια ελληνική κίνηση στην Ιωνία θα οδηγούσε, σχεδόν με βεβαιότητα, σε διμέτωπο αγώνα με ισχυρότερους αντιπάλους και έπρεπε να αποκλειστεί.
Ωστόσο, μετά το 1918, η Βουλγαρία είχε τεθεί εκτός μάχης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλυόταν, και ο Βενιζέλος μπορούσε να στείλει τον στρατό στη Σμύρνη ως μέρος ενός μεγάλου διεθνούς συνασπισμού ή έστω με την υποστήριξη ορισμένων μεγάλων Δυνάμεων και την ανοχή άλλων. Ήταν, λοιπόν, εφικτή και γεωπολιτικά και διεθνοπολιτικά μια τέτοια κίνηση.
Ο Βενιζέλος αντιλαμβανόταν ότι δεν μπορούσε να πάρει την Πόλη (οι σύμμαχοι δεν θα του την έδιναν και επιπλέον οι Έλληνες δεν ήταν πλειοψηφία του πληθυσμού της). Ακόμα, δεν μπορούσε, λόγω της μεγάλης απόστασης, να ενεργήσει στον Πόντο, όπου επίσης οι Έλληνες δεν ήταν πλειοψηφία. Η Σμύρνη όμως ήταν μια εφικτή επιλογή. Και η απόκτησή της, κατά τη στρατηγική του Βενιζέλου, αναβαθμίζοντας τη διεθνή θέση της χώρας, θα της επέτρεπε να προστατεύσει και τους άλλους πληθυσμούς που δεν θα εντάσσονταν στο ελληνικό κράτος – π.χ. τους Έλληνες του Πόντου που θα εντάσσονταν σε ένα άλλο, αλλά φίλιο Έθνος – Κράτος, το αρμενικό.
Ήταν, λοιπόν, μια στρατηγική κίνηση η αποστολή του στρατού στη Σμύρνη. Προστάτευε τον ελληνικό πληθυσμό της Ζώνης και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την προστασία και άλλων ελληνικών κοινοτήτων. Βασιζόταν, βέβαια, στην ικανότητα της Ελλάδας να αποκτήσει και να διατηρήσει, κάτι που δεν έκανε μετά τις εκλογές του 1920, τη στήριξη ενός μεγάλου διεθνούς μετώπου.
Δεν ήταν, όμως, μόνον το ότι το 1919 αναδυόταν μια ευκαιρία. Αξίζει να αναρωτηθούμε εάν μπορούσε ο Βενιζέλος να μη στείλει τον στρατό στη Σμύρνη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα, νικήτρια στον πόλεμο και μέλος του διεθνούς συνασπισμού των νικητών, θα άφηνε τους Έλληνες της Ιωνίας να εκδιωχθούν, ενώ δεν αντιμετώπιζε τη στιγμή εκείνη μια ισχυρή αντίσταση από το εσωτερικό της Τουρκίας (το κεμαλικό κίνημα γιγαντώθηκε αργότερα). Εάν ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν ενεργούσε και άφηνε τον ελληνισμό της Σμύρνης να χαθεί, όταν όλα τα πλεονεκτήματα φαίνονταν να είναι στα χέρια της Ελλάδας, θα είχαμε περάσει τα επόμενα εκατό χρόνια συζητώντας για την «προδοσία του Βενιζέλου».
Με άλλα λόγια, από οποιαδήποτε οπτική γωνία και εάν εξεταστεί το θέμα, η αποστολή του στρατού στη Σμύρνη ήταν πράγματι μονόδρομος. Ήταν αδιανόητο η Ελλάδα, μέλος του συνασπισμού των νικητών, να καθίσει πίσω και να βλέπει τη βέβαιη καταστροφή της ιωνικής κοινότητας. Δεν θα ήταν εύκολο το εγχείρημα· αλλά αυτό είναι άσχετο με το δίλημμα που είχε σχηματιστεί. Μεταγενέστερες ερμηνείες δεν θα πρέπει να εκτρέπουν τη δική μας νηφάλια αποτίμηση.
Του Χατζηβασιλείου Ευάνθη (Καθηγητού στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών)
Πηγή: kathimerini.gr