Δεν υπάρχουν σχόλια

Ο αββάς Σπυρίδων, επίσκοπος Τριμυθούντος

Λέγεται για τον Σπυρίδωνα, ότι ήταν πρώτα βοσκός και τόσο οσία ζωή είχε, ώστε αξιώθηκε να γίνει και ποιμένας ανθρώπων. Δηλαδή του ανατέθηκε η επισκοπή μιας πόλεως της Κύπρου, την οποία έλεγαν Τριμυθούντα.

Και ήταν τόσο πολύ ταπεινός, ώστε, ενώ κρατούσε την επισκοπή, βοσκούσε και τα πρόβατα. Κατά τα μεσάνυχτα λοιπόν, κάποτε, πήγαν κρυφά στη μάνδρα των προβάτων κάτι κλέφτες και προσπαθούσαν να κλέψουν από τα πρόβατα. Αλλά ο Θεός, όπου φύλαγε τον ποιμένα, φύλαγε και τα πρόβατα. Οι κλέφτες, στη μάνδρα, βρέθηκαν δεμένοι από αόρατη δύναμη. Με τον όρθρο, πήγε και ο ποιμήν στα πρόβατα. Και μόλις τους είδε να έχουν τα χέρια πίσω, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Κάνει, λοιπόν, προσευχή και λύνει τους κλέφτες. Με πολλά λόγια δε νουθετώντας τους και παραινώντας τους, τους δίδασκε να κοιτάνε με τίμιο κόπο και όχι με αδικία να ζουν. Τους πρόσφερε δε και ένα κριάρι και τους άφησε να φύγουν, προσθέτοντας με χάρη: «Και αυτό για τον κόπο σας όπου αγρυπνήσατε».

Έλεγαν, πάλι, ότι είχε μια ανύπανδρη κόρη, ευλαβική και αυτή όπως ο πατέρας της, ονόματι Ειρήνη. Σ’ αυτήν, κάποιος γνωστός εμπιστεύθηκε ένα πολύτιμο κόσμημα. Και εκείνη, για να το ασφαλίσει καλύτερα, το έκρυψε στη γη. Ύστερα, όμως, από λίγο, έφυγε απ’ αυτήν εδώ τη ζωή.

Ήρθε μετά από καιρό εκείνος όπου της είχε εμπιστευτεί το κόσμημα. Και μη βρίσκοντας την κόρη, απευθύνθηκε στον πατέρα της, τον αββά Σπυρίδωνα. Του μιλούσε πότε με το κακό και πότε με το καλό. Λυπημένος λοιπόν ο γέρων για τη ζημία του άνθρωπου εκείνου, πήγε στο μνήμα της θυγατέρας του και παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει πριν της ώρας της την υποσχεμένη ανάσταση. Και πραγματικά, η ελπίδα του δεν διαψεύσθηκε. Γιατί, πάλι ζωντανή η κόρη παρουσιάζεται στον πατέρα της. Και αφού φανέρωσε τον τόπο, οπού ήταν κρυμμένο το κόσμημα, πάλι χάθηκε. Και παίρνοντας ο γέρων το κόσμημα, το έδωσε στον κάτοχό του.

Απόσπασμα από το Γεροντικό

Προσθήκη σχολίου