Ὁ Γέροντας μοῦ μιλοῦσε, ὄχι γιὰ κάποια ἀποσπασματικὴ καλή μας προσπάθεια, ἀλλὰ γιὰ ἕνα ἀποφασιστικό, ὁριστικὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν παλιὰ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας στὴν καινούργια ζωὴ τῆς ἁγιότητας, κατὰ τὴν ὁποία ἐμεῖς ζοῦμε ἐν Χριστῷ καὶ ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν καὶ γι’ αὐτὸ τὸ πέρασμα χρειαζόταν νὰ δώσουμε ὅλες μας τὶς δυνάμεις.
Μιὰ φορὰ μὲ ρώτησε: «Δὲ μοῦ λές, γιὰ νὰ σπουδάσει κανεὶς δικηγόρος, πόσα χρόνια χρειάζονται;». Τοῦ ἀπάντησα. Μὲ ξαναρώτησε: «Γιὰ νὰ σπουδάσει χημικός, μηχανικός, γιατρός, πόσα χρόνια χρειάζονται;». Τοῦ ἀπάντησα ἀναλόγως, ἀπορώντας γιὰ τὴ φύση τῶν ἐρωτήσεών του. Κι ὁ Γέροντας κατέληξε: «Ἐμεῖς, γιὰ νὰ σπουδάσουμε, γιὰ νὰ μάθουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε;». Κατάλαβα τί ἐννοοῦσε καὶ ντράπηκα νὰ τοῦ ἀπαντήσω. Τί νὰ τοῦ πῶ; Ὅτι οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς πιστοὺς εἴμαστε ράθυμοι, χλιαροί, «ἐρασιτέχνες χριστιανοί»; Τὸ ἤξερε. Καὶ μοῦ τὸ εἶπε: «Δὲν γίνεται κανεὶς χριστιανὸς μὲ τὴν τεμπελιά. Χρειάζεται δουλειά, πολλὴ δουλειά».
Ὁ ἴδιος ἦταν ὑπόδειγμα, χωρὶς νὰ αὐτοπροβάλλεται. Εἶχε ἀφιερώσει μὲ ζῆλο, ὅλα τὰ χρόνια τῆς μακρᾶς ζωῆς του στὸ νὰ σπουδάζει καὶ νὰ ζεὶ τὸν Χριστό. Ἦταν ἐργατικός, σωματικὰ καὶ πνευματικά, καὶ ἤθελε νὰ μεταδώσει τὴ φιλεργία καὶ στοὺς ἄλλους. Πίστευε ὅτι ἡ ἀργία ὁδηγεῖ στὴν ἀκηδία καὶ αὐτὴ σὲ πολλὲς ἀρρώστιες, ψυχικὲς καὶ σωματικές. Συνιστοῦσε τὴν ἐργασιοθεραπεία. Ἰδιαίτερα σὲ ὅσους εἶχαν ἀποδιοργανωθεῖ καὶ ἀπελπισθεῖ. Γιὰ τὸν Γέροντα, ποτὲ δὲν ἦταν ἀργὰ γιὰ ἕνα νέο ξεκίνημα. Θεωροῦσε μάλιστα τὴν διάψευση τῶν κοσμικῶν ἐλπίδων καὶ τὴ συντριβὴ τοῦ ἐγωισμοῦ σὰν τὴν καλύτερη προϋπόθεση γι’ αὐτὸ τὸ ξεκίνημα. Ἤθελε γιὰ ὅλους μας νὰ βροῦμε κάποιο δρόμο. Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε κάτι ἀπὸ ἐδῶ, ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ ἀλλοῦ. Τὸ σημαντικότερο ἦταν νὰ ἀρχίσουμε. Νὰ μὴ μένουμε ἀργοί. «Ἂν δὲν μπορεῖς μ’ αὐτό, ἀρχίνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ ἡ φόρα ποὺ θὰ πάρεις θὰ σὲ κινητοποιήσει καὶ στὰ ἄλλα». «Ὅλα ἀλλάζουν μὲ τὸν κόπο, καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Μὴν ἀφήνεις τὴν εὐχή. Ἁπλά, ἀβίαστα, παρακάλα θερμὰ γιὰ ὅλους. Θὰ τοὺς ὠφελεῖς μὲ τὴν προσευχὴ, ὄχι μὲ λόγια. Ἂν σὲ ρωτήσουν, πὲς ταπεινά: ‘’Έτσι σκέπτομαι. Πάλι, ὅπως νομίζετε’’».
Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης