Το γεγονός της Υπαπαντής του Κυρίου, για το οποίο μιλάει το ευαγγέλιο του Λουκά, προέκυψε από την εφαρμογή του νόμου της αφιέρωσης των πρωτότοκων στον Ναό, και του καθαρισμού κάθε γυναίκας, η οποία γέννησε παιδί.
Το πρώτο ανάγνωσμα του Εσπερινού αποτελεί συρραφή περικοπών από τα βιβλία της Εξόδου, του Λευιτικού και των Αριθμών. Μας είπε λοιπόν το εν λόγω ανάγνωσμα ότι ο νόμος των πρωτότοκων καθόριζε ότι κάθε αρσενικό, που θα άνοιγε τη μήτρα της μάνας του, αφιερωνόταν στον Θεό, σε ανάμνηση της εξολόθρευσης των πρωτότοκων των Αιγυπτίων και της αποφυγής της θανάτωσης, από τον άγγελο, των πρωτότοκων των Ισραηλιτών. Αυτή η αποφυγή έγινε, ως γνωστό, με τη χρίση των παραστάδων των θυρών με το αίμα του αρνίου, που έσφαξαν οι Ισραηλίτες το βράδυ της Εξόδου.
Ορατό σημάδι της προσφοράς και αφιέρωσης των πρωτοτόκων, ήταν η προσφορά από τους γονείς χρονιάρικου αμνού (αν δεν ήταν πτωχοί) καθώς και των υπολοίπων πουλερικών, που ακούσαμε στο Παλαιοδιαθηκικό ανάγνωσμα (τρυγόνια-περιστέρια). Αυτό το σημάδι – αντάλλαγμα προσφέρονταν ως θυσία ολοκαυτωμάτων και ως εξιλαστήρια. Οι πτωχοί γονείς του Χριστού πρόσφεραν τη θυσία που προβλεπόταν για την περίπτωσή τους.
Μαζί προσφέρονταν και 57,11 γραμμάρια αργύρου, (που αντιστοιχούσαν σε περίπου 15 χιλιάδες χρυσές δραχμές), τα οποία, ως φαίνεται από την ευαγγελική διήγηση, δεν πρόσφεραν οι γονείς του Χριστού, κατ’ αρχάς λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Το νόημα της επιπλέον προσφοράς του αργύρου ήταν το εξής: Τα πρωτότοκα, με την πράξη της αφιέρωσης, λογίζονταν πια ως ιδιοκτησία του Θεού, ως κτήμα του και περιουσία του. Με τον άργυρο, που πρόσφεραν οι γονείς, εξαγόραζαν, κατά κάποιο τρόπο, τα παιδιά που πρόσφεραν στον Θεό. Τα έπαιρναν τουτέστι, μετά την αφιέρωση, πίσω. Έτσι, ενώ τα πρωτότοκα θα έπρεπε να θυσιαστούν, οι γονείς τα ξανάπερναν ζωντανά πίσω. Ο Θεός δηλαδή δεν απαιτούσε, στην περίπτωση των κοινών πρωτότοκων, αιματηρή θυσία, Και αυτό το ανέβαλλε, κατά κάποιο τρόπο, ο Θεός, από αιώνα σε αιώνα. Διαρκώς δέχονταν τη θυσία των πρωτοτόκων συμβολικά. Η αναβολή αυτή, όμως, τελείωσε με την έλευση του Χριστού και τη δική του αφιέρωση στον Ναό. Η αφιέρωση του Χριστού έγινε όχι συμβολικά, η δε θυσία του θα γινόταν πραγματικά αποδεκτή.
Στο γεγονός της Υπαπαντής είχαμε διαφορά κυρίως στον προσφερόμενο. Προσφέρθηκε ο κατ’ εξοχήν πρωτότοκος, «ο πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. 1, 15) Χριστός, ο Υιός του Θεού. Η αφιέρωση και προσφορά αυτή του Χριστού ήταν συνεπώς εντελώς αλλιώτικη. Από την ευαγγελική περιγραφή της φαίνεται ότι η προσφορά αυτή δεν θα είναι συμβολική, αλλά πραγματική. Ο Θεός θα κάνει σύντομα αποδεκτή ρεαλιστικά τη θυσία του. Γι’ αυτό και οι γονείς του δεν εξαγοράζουν τη θυσία. Δεν προσφέρουν στον Ναό τα 57, 11 γραμμάρια αργύρου.
Το σχέδιο του Θεού όρισε δύο ανθρώπους, φορείς του Αγίου Πνεύματος, να είναι παρόντες και μάρτυρες της εισόδου του Χριστού στον Ναό, δηλαδή της αφιέρωσής του. Αυτοί είναι ο Συμεών και η Άννα. (Λευκασμένοι στην προσδοκία, στην αναμονή, στη λαχτάρα, στη δίψα). Αυτοί υποδέχονται τον Χριστό και δίνουν στίγμα του βρέφους Ιησού. Αυτοί μιλούν για την πορεία του πάνω στη γη και τον Σταυρό του. Προφητεύουν την επερχόμενη θυσία του, μάλλον την εναρξάμενη από την εμβρυακή ηλικία σταυρική του πορεία. Και τη λύτρωση, που προέκυψε από τον Σταυρό.
Τι λέει προφητικώς εν Πνεύματι Αγίω ο Συμεών; Προφήτευσε ανάμεσα στα άλλα, ότι ο Χριστός: α) «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον τῷ ἀντιλεγόμενον» και β) ότι «την ψυχήν» της Θεοτόκου θα διέλθει «ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί».
Από τα προφητικά αυτά λόγια διαφαίνεται ποια είναι η προοπτική του Χριστού στον κόσμο. Ότι δεν θα είναι για τους ανθρώπους απροσπέραστος και ότι οι άνθρωποι δεν θα είναι ουδέτεροι απέναντί του. Αυτός «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν», από τώρα και εις το διηνεκές. Το πρόσωπο και η διδασκαλία του Χριστού δεν μπορούν να αφήσουν αδιάφορο κανένα, που ανήκει στον Ισραήλ. Η παρουσία του στον κόσμο εγκαινιάζει μόνιμη κρίση. Φέρει ανάμεσα στον κόσμο, για τον λόγο αυτό, καθώς ο ίδιος είπε αργότερα, όχι την ειρήνη αλλά τον πόλεμο.
Το ακόμη πιο ισχυρό που είπε ο Συμεών ήταν τα λόγια του προς την σιωπώσα Θεοτόκο, μητέρα του Κυρίου: «Την καρδιά σου θα διέλθει ρομφαία». Λόγο που θα διατηρήσει πάντα στην καρδιά της η σιωπηλή Παναγία και που θα φτάσει, στην ακραία του μορφή, στον Σταυρό του υιού της.
Και η προφήτις Άννα συνομολογούσε (συμφωνούσε απόλυτα) και μιλούσε προφητικά για το προσφερόμενο παιδί, σε όλους όσοι στην Ιερουσαλήμ περίμεναν τη λύτρωση.
Το γεγονός, λοιπόν, της εισόδου του Ιησού στον Ναό και κατ’ επέκταση η γιορτή της Υπαπαντής, δεν είναι ένα γεγονός και μια γιορτή κυρίως παιδική, που έχει όλα τα γνωρίσματα της παιδικότητας: Τρυφερότητα, ξεγνοιασιά, κ.λπ. Είναι ένα γεγονός ενταγμένο στο εν Χριστώ γεγονός, που είναι γεγονός πρωτίστως σταυρού και έπειτα αναστάσεως. Είναι, συνεπώς, ένα γεγονός και μια γιορτή «χαρμολύπης». Όπως όλα τα γεγονότα και οι γιορτές της Εκκλησίας μας. Είναι γιορτή συγκρατημένα χαρούμενη. Γιορτή συλλογισμού και ευθύνης.
Με το γεγονός της Υπαπαντής ο Λόγος του Θεού πραγματοποιεί ένα ακόμη βήμα προς τον Σταυρό. Μπαίνει εμφανώς σε τραγικό – σταυρικό μονοπάτι. Αυτό το μονοπάτι, που άρχισε με την έναρξη του σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου προαιωνίως, θα βαδίσει σε όλη του την επίγεια πορεία. Κύριοι σταθμοί του: Η αφιλόξενη υποδοχή που του επεφύλαξε ο κόσμος στη γέννησή του, η απόρριψή του από τους ομοεθνείς του, η μη πλήρης αποδοχή του από τους ίδιους τους μαθητές του, η προδοσία του, η σταύρωσή του. Η όλη πορεία του, δηλαδή, ήταν ένας εν εξελίξει σταυρός.
Αλλά και μετά τον Σταυρό, στην ένδοξη Ανάστασή του ο Χριστός, φέρει τα σημάδια του Σταυρού. Το μυστήριο του Σταυρού δεν εξαλείφεται ποτέ από τη ζωή του και τη ζωή μας. Είναι συνδεδεμένο με τον Χριστό στην αιωνιότητα. Και εντός του χρόνου και πέραν του χρόνου, αλλά και πριν από τον χρόνο.
Γιορτάζουμε, λοιπόν, μια γιορτή που, καίτοι βρεφική, παραπέμπει στον Σταυρό. Τον ίδιο τον Χριστό και εμάς τους Χριστιανούς. Εμάς, που ανήκουμε στην Εκκλησία. Ανήκουμε στην Παναγία, της οποίας την καρδιά, το κέντρο της ύπαρξης, διήλθε ρομφαία. Άρα μετέχουμε, με κάθε τρόπο, από τη φύση μας, στον πόνο του Σταυρού, ο οποίος Σταυρός κυριαρχεί στον κόσμο μας.
Και εμείς οι Χριστιανοί δεν συμβιβαζόμαστε απλά με τον Σταυρό του Χριστού, μη μπορώντας να κάνουμε αλλιώς. Μας ανήκει φύσει. Και επιπλέον τον επιδιώκουμε με κάθε τρόπο. Γιατί η αληθής και μη συμβιβασμένη Εκκλησία μετέχει του Σταυρού του Χριστού φύσει. Ο Σταυρός είναι αναπόφευκτα ο τρόπος της ζωής μας.
† π. Ιωάννης Σκιαδαρέσης (Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Πηγή: pemptousia.gr