Δεν υπάρχουν σχόλια

Έπος του 1940: Οι βόμβες «σφύριζαν» και οι Έλληνες στρατιώτες έκαναν θεία Λειτουργία

Περίοπτη θέση μέσα στην πολλαπλή προσφορά της Εκκλησίας στον Αγώνα του ΄40 κατέχει ή δράση των στρατιωτικών ιερέων στο μέτωπο. Δεκάδες ιερείς φορώντας το χακί διέσχισαν τη γραμμή του πυρός, παρηγορώντας τους τραυματίες και σκορπώντας τον ενθουσιασμό με τα φλογερά τους κηρύγματα. Εξομολογούσαν πολλές φορές ολόκληρο το στράτευμα και τόνωναν την πίστη των στρατιωτών. Και λειτουργώντας αδιάκοπα, πολλές φορές και σέ ώρα βομβαρδισμού, χάριζαν ώρες πνευματικής ανάτασης στους γενναίους πολεμιστές μας.

Από τις μαρτυρίες που υπάρχουν, ξεχωρίζουμε δύο, χαρακτηριστικές για την ατμόσφαιρα στο μέτωπο.

Γράφει ό στρατιωτικός ιερέας Αρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος (ο μετέπειτα Μητροπολίτης Αργολίδος) ότι κατά την εαρινή επίθεση του Μουσολίνι, το Σύνταγμα όπου υπηρετούσε βαλλόταν από οβίδες. Ο συνταγματάρχης απελπισμένος του είπε ότι δεν έπρεπε να γίνει θεία Λειτουργία, γιατί ήταν επικίνδυνο. Εκείνος, όμως, του απάντησε ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έπρεπε να γίνει! Και πράγματι έγινε.

Στη διάρκεια της Λειτουργίας ο τόπος αυλακωνόταν από τις οβίδες. Μια οβίδα έγλειψε τον τοίχο του μικρού δωματίου που τους χρησίμευε ως Ναός, αλλά δεν έσκασε. Μια άλλη είχε βυθισθεί πιο πέρα στο χώμα, χωρίς και αυτή να κάνει ζημιά. Μια τρίτη, όμως, έσκασε λίγο πιο κάτω από το δωμάτιο, μέσα σε ένα αμπρί (υπόγειο χαράκωμα για στρατιώτες της πρώτης γραμμής). Αύτη σκότωσε τέσσερις άνδρες και τραυμάτισε άλλους τρεις, που πήγαν εκεί να φυλαχθούν και δεν έμειναν στη θεία Λειτουργία. Το απόγευμα τους διάβασε τη νεκρώσιμη Ακολουθία.

Την ίδια εκείνη μέρα ο ιερέας έγραψε με συγκίνηση στο ημερολόγιό του: «Τα αεροπλάνα να μουγγρίζουν και εμείς ατάραχοι να τελούμε τη θεία Λειτουργία. Ποιον θάρρος μας έδινες, Κύριε, τότε!».

Ο Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Γεώργιος Παυλίδης καταθέτει και τη δική του μαρτυρία για τη δράση του ίδιου ιερέα:

«Προ της επιθέσεως των Ιταλών της 9ης Μαρτίου 1941 είχαμε καταυλισθεί λίγο πιο κάτω από το χωριό Τόσκεσι. Κάναμε τεχνητή απόκρυψη των σκηνών και των πυροβόλων με κλαδιά δέντρων.

Μια βραδιά είχε βρέξει και δεν ρίξαμε κλαδιά στη σκηνή μας. Το πρωί ερχόταν ένα αναγνωριστικό (ιταλικό) αεροπλάνο, έπαιρνε φωτογραφίες και αν ανακάλυπταν παραλλαγή του χώρου, έρχονταν και βομβάρδιζαν.

Έτσι και την ήμερα εκείνη ήλθε, βρήκε τη σκηνή χωρίς καμουφλάζ, τη φωτογράφισε και μετά από μιάμιση ώρα ήρθαν 15-20 στούκας, που κατέβηκαν στα 30-35 μέτρα χαμηλά και άρχισαν να σπέρνουν βόμβες. Τρέξαμε να κρυφτούμε. Εγώ χώθηκα σε ένα σωρό από τσουβάλια. Οι κρότοι ήταν εκκωφαντικοί. Είχε καλυφθεί από καπνούς όλος ο καταυλισμός. Όπως ήμουνα ξαπλωμένος ανάσκελα, έβλεπα καθαρά το αεροπλάνο, τον αεροπόρο, τα χέρια του, τις βόμβες. Είπα μέσα μου: Τώρα πια «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα».

Επιτέλους, κάποτε τα αεροπλάνα έφυγαν. Με δισταγμό σηκώθηκα. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Ησυχία θανάτου.

Μονολόγησα: «Εγώ μόνο ζω…».

Όμως, σιγά – σιγά έβλεπα να σηκώνονται μερικά κουρέλια… Λίγο – λίγο γέμισε ο τόπος. Ζητωκραυγές, σταυροκοπήματα παντού. Ο Διοικητής διατάσσει προσκλητήριο. Και το θαύμα: Μέσα σ’ αυτή τη φωτιά του σιδήρου δεν είχαμε ούτε ένα στρατιώτη νεκρό ούτε και πληγωμένο!

Ό Διοικητής δέχθηκε την πρότασή μου να κάνουμε μια ευχαριστήρια θεία Λειτουργία. Κοντά μας ήταν ο στρατιωτικός Ιερέας. Συγκεντρωθήκαμε και αποφασίσαμε να γίνει πρώτα Εξομολόγηση.

Πράγματι, εξομολογήθηκαν αξιωματικοί και οπλίτες και το πρωί σε μια μεγάλη σπηλιά ο π. Χρυσόστομος λειτούργησε. Πριν από τη θεία Λειτουργία μας μίλησε. Και στο «Μετά φόβου Θεοῦ…» κοινωνήσαμε όλοι.

Δεν θα λησμονήσω εκείνη τη θεία Λειτουργία. Καθώς προσέρχονταν οι στρατιώτες για να κοινωνήσουν, έκλαιγαν. Και τα δάκρυα τους έπεφταν στην άγια λαβίδα. Έτσι το Σώμα και το Αίμα του Χρίστου αναμειγνυόταν με τα δάκρυα των στρατιωτών.

Στον πόλεμο του ΄40 με ενθουσιασμό προχώρησαν οι φαντάροι μας στη μεγαλειώδη τους επέλαση. Ούτε οι βόμβες και η φρίκη τού πολέμου, ούτε οι στερήσεις ή το κρύο μπόρεσαν να τους ανακόψουν.

Γιατί οι ιερείς τής Εκκλησίας μας τους κάλυπταν με το τιμημένο ράσο τους. Ζέσταιναν τα παγωμένα τους κορμιά. Και τόνωναν τις φοβισμένες τους καρδιές, σταλάζοντας μέσα τους πίστη και θάρρος.

Ι. Μ. Χατζηφώτη, Η Εκκλησία στον αγώνα του Σαράντα, σσ. 98-99, 154-155, εκδ. «Ατλαντίς».

 

 

Προσθήκη σχολίου