Η Μαρία και ο Δημήτρης ήταν αδέλφια. Ο Δημήτρης είχε φίλο τον Γιώργο, γιατρό. Ο Γιώργος επισκεπτόταν τον Δημήτρη στο σπίτι του.
Έπειτα από καιρό, η Μαρία φανέρωσε στον αδερφό της το μυστικό της. Είχε ερωτευτεί βαθιά τον Γιώργο και υπέφερε. Πονούσε η καρδιά της και χτυπούσε δυνατά τα χέρια και τα πόδια της, βρεχόταν στον ιδρώτα, κάθε φορά που τον έβλεπε. Γι’ αυτό παρεκάλεσε τον αδελφό της, να μην φέρνει πλέον τον Γιώργο στο σπίτι, για να μην υποφέρει άδικα, μια που η οικογένεια του Γιώργου ήταν πλούσια και ανώτερη κοινωνικά και δεν θα δεχόταν ποτέ νύφη τη φτωχή και άσημη Μαρία.
Από τότε ο Δημήτρης απέφευγε να καλεί το Γιώργο στο σπίτι του, προφασιζόμενος διάφορους λόγους και τον συναντούσε έξω στον κήπο.
Μια μέρα η Μαρία με επισκέφθηκε. Μου άνοιξε την καρδιά της, μου είπε τον καημό της και εγώ την συμβούλεψα να κάνει προσευχή θερμή, ιδιαίτερα τα χαράματα, τη νύχτα, πριν ξημερώσει, υψώνοντας τα χέρια προς τον Θεό και παρακαλώντας Τον να γίνει το θέλημά Του.
Η Μαρία ακολούθησε πιστά τη συμβουλή μου.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Γιώργος παραπονέθηκε στον Δημήτρη, διότι ανεξήγητα άλλαξε στάση απέναντί του, τον αποφεύγει και δεν τον βάζει πλέον μέσα στο σπίτι του. Ο Δημήτρης του φανέρωσε την αιτία, παρουσιάζοντας το πρόβλημα της αδελφής του.
Τότε ο Γιώργος ξέσπασε σε δάκρυα και του εξομολογήθηκε ότι κι εκείνος έχει το ίδιο πρόβλημα, ότι αγαπάει πολύ τη Μαρία και εδώ και καιρό κάθε πρωί, βαθιά χαράματα, ξύπνα με το όραμα της Μαρίας μπροστά στα μάτια του. Ήταν η ώρα που προσευχόταν η Μαρία, όπως τη συμβούλεψα.
Έτσι, με τη θερμή προσευχή, αποκαλύφθηκε το κρυφό αίσθημα των δύο καλών νέων και τελικά παντρεύτηκαν, ενώ στην αρχή είχαν αντιρρήσεις οι γονείς του Γιώργου.
Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης