Στο Γεροντικό του Αγίου Όρους διαβάζουμε: «Από το χωριό Αγία Παρασκευή της Χαλκιδικής, πριν από πολλά χρόνια (το 1860) στην ιερά Μονή Δοχειαρίου, μόναζε, ένας περίφημος και πολύ καλλίφωνος ψάλτης με το όνομα Συνέσιος.
Ο μοναχός αυτός είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην αγία Παρασκευή και πάντοτε μετά από τον καθορισμένο κανόνα της προσευχής του – μετάνοιες και κομποσχοίνια – που ήταν υποχρεωμένος να κάνει, απαραίτητα έκανε και ιδιαίτερη προσευχή στην αγία Παρασκευή. Στην προσευχή του αυτή παρακαλούσε την Αγία να τον βοηθήσει, για να σώσει την ψυχή του, και αν σαν άνθρωπος έχει επάνω του κάτι που είναι εμπόδιο για την ψυχική του σωτηρία, να του το αφαιρέσει με όποιο τρόπο γνωρίζει εκείνη.
Πολλά χρόνια συνέχιζε να λέει αυτή την προσευχή και ένα πρωί, μετά την πανηγυρική ιερή Ακολουθία και τη θεία Λειτουργία, στη μνήμη του μαρτυρίου της Αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου) αισθάνθηκε λίγο μία μικρή ενόχληση στο λαρύγγι του, και από την ενόχληση αυτή λίγο – λίγο άρχισε η φωνή του να γίνεται βραχνή. Από τότε έκανε πολλές προσπάθειες, για να καθαρίσει τη φωνή του, αλλά βελτίωση και θεραπεία δεν υπήρχε, απεναντίας όσο πήγαινε και χειροτέρευε η βραχνάδα στη φωνή του.
Επειδή ήταν καλός μουσικός και περίφημος ψάλτης λυπήθηκε ο ίδιος κι όλοι οι αδελφοί της Μονής αυτής, αλλά και όλοι οι πατέρες που τον γνώριζαν σε ολόκληρο το Άγιον Όρος. Έκαναν όλοι θερμή προσευχή στον Θεό, για τη θεραπεία του αδελφού Συνεσίου, οπότε μετά από ικανό διάστημα, φανερώθηκε στον ύπνο του ηγουμένου της Μονής η αγία Παρασκευή και του είπε: «Γιατί, πάτερ, ενοχλείτε τον Κύριο, με τις καθημερινές προσευχές σας, για τον αδελφό Συνέσιο; Και γιατί παραπονείστε, εφόσον ο ίδιος με παρακαλούσε τώρα και πολλά χρόνια να του αφαιρέσω εκείνο που είναι εμπόδιο στην ψυχική του σωτηρία;».
Ο ηγούμενος κάλεσε τον αδελφό Συνέσιο και τον ρώτησε, για ποιο πράγμα παρακαλούσε την αγία Παρασκευή; Ο πατήρ Συνέσιος είπε πως παρακαλούσε την Αγία να του αφαιρέσει ό,τι πράγμα εμποδίζει την σωτηρία της ψυχής του και πρόσθεσε στον ηγούμενο πως, όταν έψαλε, αισθάνονταν μία ιδιαίτερη ευχαρίστηση και γλυκαίνονταν επάνω στην μελωδική φωνή του τόσο, που ξεχνιόταν ο νους του και ξέφευγε από την έννοια των θείων λόγων και αντί να δοξολογεί, με τους θείους ύμνους αυτούς τον Ύψιστον, όπως ο Ψαλμός του Δαυίδ λέει∙ «ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ» (Ψαλ. 103, 34), αυτός γλυκαινόταν για τη φωνή του που ήταν γλυκιά και μελωδική, και έμπαινε μέσα στην ψυχή του, στον λογισμό του ένα είδος κρυφής υπερηφάνειας και με τον τρόπο αυτόν, κατάφερνε ο δαίμων της υπερηφάνειας, να χάνει αυτός την επαφή των ψαλλομένων και την ένωση του νου του με τον Θεό, σαν ψάλτης, και έτσι μετατρεπόταν η προσευχή του σε αμαρτία, όπως και πάλι λέγει το Πνεύμα το Άγιον «καὶ ἡ προσευχὴ αὐτοῦ γενέσθω εἰς ἁμαρτίαν» (Ψαλ. 108, 7).