Στα παλιά χρόνια ζούσε ένας στρατιώτης ακόλαστος και βέβηλος, φορτωμένος με διάφορες αμαρτίες, κυρίως με την αμαρτία της πορνείας. Αυτός είχε γυναίκα πολύ ενάρετη και με φόβο Θεού στην καρδιά, η οποία πολλές φορές τον νουθετούσε να μετανοήσει για τις αμαρτίες του. Η καλή ομόζυγος με πολλούς κόπους τον έπεισε και νήστευε όλες τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου προς τιμήν της Παναγίας και σε όλες τις παραμονές των εορτών Της. Τότε έτρωγε μόνο ψωμί και λίγο νερό μετά την ενάτην ώρα (το απόγευμα) μια φορά. Τον οδήγησε δε και στην προσευχή, ώστε σταματούσε πολλές φορές, από αυτή την καλή συνήθεια, εμπρός στην εικόνα της Παναγίας και έλεγε με ευλάβεια τον Αρχαγγελικό Xαιρετισμό: «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία ὁ Κύριος μετά σοῦ…». Τότε έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του, καθώς θυμόταν τις αμαρτίες του.
Κάποια μέρα μπήκε στην Εκκλησία και προσευχόμενος εμπρός σε μια εικόνα της Παναγίας Ελεούσας, βλέπει θαύμα παράδοξο, το οποίο του έδειξε η Πολυεύσπλαχνη, για να κατανυχθεί η καρδιά του και να μισήσει τις αμαρτίες του. Βλέπει λοιπόν τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά της Παναγίας και ήταν γεμάτο το σώμα Του από πληγές, τις οποίες είχαν κάνει οι αμαρτίες του στρατιώτη, και από τις πληγές έτρεχε αίμα ζεστό, σαν να τις έκαναν εκείνη την ώρα. Ο δε στρατιώτης κυριεύθηκε από κατάνυξη και έκλαψε πικρά.
Ύστερα άφησε την καρδιά του να μιλήσει στην Παναγία και Της είπε:
– Γλυκυτάτη μου Παναγία, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό, και μεσίτευσε προς τον Κύριο και Υιό Σου, ως μεσίτρια των αμαρτωλών που είσαι, να με συγχωρήσει.
Τότε μίλησε η Παναγία από την εικόνα και είπε:
– Εσείς οι αμαρτωλοί με ομολογείται με τη γλώσσα σας Μητέρα της Ευσπλαχνίας και Μεσίτρια, αλλά με τις αμαρτίες σας με κάνετε Μητέρα της λύπης και του πόνου.
Όταν άκουσε αυτά ο στρατιώτης, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και οδυρόμενος έλεγε:
– Δέσποινά μου, μη μου οργισθείς του άθλιου, αλλά ως μεσίτρια των αμαρτωλών και βοήθεια των αδυνάτων παρακάλεσε τον Υιό Σου για μένα «πολλά γάρ ισχύει η δέησή Σου προς τον Δεσπότη».
Ο στρατιώτης πρηνής, χωρίς να τολμά να κοιτάξει την Παναγία, ακούει τη Δέσποινα να λέει προς τον Υιό Της:
– Υιέ μου αγαπημένε, ελέησε για την αγάπη μου αυτό τον αμαρτωλό, που προσπίπτει με δάκρυα και εξομολογείται τις αμαρτίες του.
– Μη με ενοχλείς γι’ αυτόν, είπε ο Κύριος, γιατί δεν είναι άξιος συγχωρήσεως.
– Θυμήσου, γλυκύτατο Τέκνο, τη μητρική μου αγάπη, που Σε ανάθρεψα με τόσο πόθο και Σε γαλούχησα. Συγχώρησέ του τις ανομίες του.
– Με δικαιοσύνη, Μητέρα, δεν μπορώ να ανταποκριθώ στην παράκλησή Σου.
– Δεν σου ζητώ να τον κρίνεις με δικαιοσύνη, αλλά με την άπειρη ευσπλαχνία Σου, επειδή όλοι με αποκαλούν Μητέρα της ελεημοσύνης.
– Επειδή είσαι Μητέρα μου και στον Νόμο γράφει να τιμούν όλοι τον πατέρα και τη μητέρα τους, γι’ αυτό ας συγχωρεθούν οι αμαρτίες του και, ως απόδειξη της αγάπης του, ας πλησιάσει να ασπασθεί τις πληγές του σώματός Μου, τις οποίες άνοιξαν οι αμαρτίες του.
Αυτά άκουσε με ψυχική αγαλλίαση ο στρατιώτης. Τότε άρχισε να καταφιλεί τις πληγές και ω του θαύματος! Κάθε πληγή που φιλούσε, με το φιλί της μετάνοιάς του, θεραπευόταν αμέσως. Έτσι φίλησε όλες τις πληγές και όλες θεραπεύθηκαν τελείως. Αφού ευχαρίστησε τον Κύριο και την αειπάρθενη Μητέρα Του, πήγε στο σπίτι και ανήγγειλε στη σύζυγό του τη θαυμαστή οπτασία που είδε. Τότε, με κοινή συμφωνία, αναχώρησαν για να μονάσουν και οι δύο, ο μεν σύζυγος σε Κοινόβιο, η δε σε Παρθενώνα, για να δοξάζουν στον υπόλοιπο βίο τους το ένδοξο όνομα της Παναγίας.