Δεν υπάρχουν σχόλια

«Μην φοβάσαι, παιδί μου! Είμαι η Παναγία»

Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των βαρέων όπλων που κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οι βλασφημίες μου συγκεντρώνον­ταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό. Οι ανώτεροί μου διαρκώς με παρατηρού­σαν και με τιμωρούσαν. Ώσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο θαύμα.

Ξημέρωνε η 7η Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμά μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο. Όταν ρόδιζε η αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο που με συντάραξε:

Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει και με ρωτά ακουμ­πώντας το χέρι στον ώμο μου:

-Θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο; Ένοιωσα τότε μια βαθιά αγαλλίαση.

-Και ποια είσαι συ; τη ρώτησα.

Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά:

-Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;

-Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πώς είναι δυνατόν να βρίζω μια άγνωστή μου;

-Ναι, Χρήστο! επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ, όμως, είμαι πάντα κοντά σε σένα και σε ό­λους τους στρατιώτες του τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, να ανάψετε κεριά στα αδέλφια σας που έ­χουν ταφεί εκεί;

Με αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύ­ρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.

-Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις! μου είπε. Βογκούσες και παραμιλούσες στον ύπνο σου.

Του διηγήθηκα το όνειρο μου και καταλήξαμε πως ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως και συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς τού Πουσάν.

Ενώ, όμως, λέγαμε αυτά, ξαναβλέπω τη γυναίκα του ονείρου μου μπροστά μου.

-Αδαμάκο! βάζω μια φωνή. Η γυναίκα… Αυτή… Να… τη βλέπεις;

Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά πού εγώ! Η μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ο­μορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:

–Μην φοβάσαι… Μην φοβάσαι, παιδί μου! Είμαι η Παναγία. Σας προστατεύω όλους παντού και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μην με βρίσεις ούτε στις δυ­σκολότερες στιγμές της ζωής σου.

Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη, όμως, είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε από τα βάθη της καρδιάς μου ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς, εγώ που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου.

Απόσπασμα από το βιβλίο, Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας, εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2011.

Προσθήκη σχολίου