Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους μας Κανόνας «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί…..», πού περιέχει ἐννέα ὠδὲς καὶ συντάχθηκε καὶ μελοποιήθηκε σὲ ἦχο πρῶτο, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό.
Ἐκτός τοῦ Δαμασκηνοῦ, Κανόνα γιὰ τὸν ὄρθρο τῆς Ἀναστάσεως συνέθεσε καὶ ἐμελοποίησε καὶ ὁ Κοσμᾶς Μελωδός, γνωστὸς καὶ μὲ τὸ ὄνομα Κοσμᾶς Ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, ἑτεροθαλὴς ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ σὲ ἦχο δεύτερο μὲ βάση τὸν Εἱρμὸ «Δεῦτε λαοὶ ..», χειρόγραφο τοῦ ὁποίου διασώζεται μέχρι σήμερα στὴ Μονὴ Βατοπεδίου.
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ ἀναφέρουμε, πῶς ἐπικράτησε ὁ Κανόνας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἀπὸ τὸν Κανόνα τοῦ Κοσμᾶ Μελωδοῦ γιὰ νὰ παραδειγματισθοῦμε ἀπὸ τὴν ταπείνωση τῶν δύο Ἁγίων μελωδῶν καὶ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε.
Οἱ δύο Μελωδοὶ συνέταξαν καὶ μελοποίησαν τοὺς Κανόνες χωριστὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ὁ θεῖος μουσουργὸς Ἰωάννης «ἐποίησε τὸν Κανόνα ὁρμώμενος ἐκ τοῦ εἰς τὸ Πάσχα πανηγυρικοῦ λόγου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου» εἰς ἦχο πρῶτο. Ἀπὸ τὸ παραπάνω χειρόγραφο τῆς Μονῆς Βατοπεδίου πληροφορούμαστε ὅτι: «Ἔψαλλε πρῶτον ὁ Κοσμᾶς τὸν ἰδικὸν του Κανόνα» καὶ «ἄκουσας ἐπήνησεν αὐτὸν ὁ Ἰωάννης ….», «ὕστερον δὲ ἔψαλλε καὶ τὸν ἰδικὸν του Κανόνα ὁ θεῖος Ἰωάννης». Ὅταν ἔφθασε στὸ τροπάριο «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτὸς οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια …» τότε ὁ θεῖος Κοσμᾶς ὑπερθαυμάσας καὶ ἐκπλαγείς ἔφη: «Καὶ σὺ ἀδελφὲ Ἰωάννη, τὸ πᾶν ὅλον ἐν τοῖς τρισὶ τούτοις συμπεριέλαβες, καὶ οὐδὲν ἀφήκας ἔξωθεν, ἥττημαι γοῦν ἐγὼ καὶ τὴν ἥτταν ὁμολογῶ, ὅθεν ὁ μὲν σὸς κανὼν ἐχέτω τὰ πρωτεῖα καὶ ἀριστεῖα, καὶ ψαλλέσθω δημοσίως ἐν ταῖς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαις ὁ δ᾿ ἐμὸς ἐν σκότει καὶ γωνία γενέσθαι ὡς μὴ ἐν φωτὶ ἄξιος διὰ τε τὰ νοήματα καὶ διὰ τε τὸν πενθικὸν καὶ κλαυθμηρὸν ἦχον, καθ᾿ ὅν ἐμελοποιήθη, ἀνάρμοστον πάντη ὄντα ἐν τῇ λαμπροτάτῃ καὶ κοσμοχαρμοσύνῳ ἡμέρα τῆς τοῦ Κυρίου Ἀναστάσεως».
Μέσα στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ Μελωδοῦ μὲ τὰ ὁποῖα ἀνεγνώρισε τὸν Κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου καλύτερο ἀπὸ τὸν δικό του ἀναφέρονται καὶ οἱ λόγοι ποὺ τὸν ὤθησαν νὰ τὸ κάνει. Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μέσα σὲ τρεῖς λέξεις «οὐρανός, γῆ, καταχθόνια» κατόρθωσε νὰ συμπεριλάβει ὅλο τὸ μεγαλεῖο της Ἀναστάσεως κατὰ τὴν ὁποία τὰ «πάντα πεπλήρωται φωτὸς» μία πραγματικότητα ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ συλλάβει ὁ Θεῖος Κοσμᾶς στὸν ἴδιο βαθμό. Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι, ὁ Ἰωάννης ἐμελοποίησε τὸν Κανόνα του σὲ πρῶτο ἦχο, ἐνῶ ὁ Κοσμᾶς σὲ δεύτερο ἦχο ποὺ εἶναι «πένθιμος καὶ κλαυθμηρὸς» καὶ ὡς τοιοῦτος δὲν ἁρμόζει «τῇ λαμπροτάτη καὶ κοσμοχαρμοσύνῳ ἡμέρα τῆς τοῦ Κυρίου Ἀναστάσεως». Παραδέχθηκε τὴν ἥττα του καὶ σὰν Ἐπίσκοπος ποὺ ἦταν, καθόρισε νὰ ψάλλεται στὴν Ἐκκλησία ὁ καλύτερος ἀπὸ τὸν δικό του Κανόνας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, γιατί ἔτσι παιδαγωγοῦνται καλύτερα οἱ πιστοὶ καὶ βοηθοῦνται νὰ γιορτάσουν ὅσο τὸ δυνατὸν λαμπρότερα τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰωάννης ἐφ᾿ ὅσον ἐξυμνοῦσε μὲ τὸν Κανόνα του τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, ἦταν λογικὸ νὰ χρησιμοποιήσει τὸν πρῶτο ἦχο, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι πρῶτος στὴν τάξη ὅπως παραδέχονται ὅλοι οἱ μουσικοί. Εἶναι ὁ ἦχος ποὺ ἔχει τὸ μέλος «ὀρθρόν, ἔντεχνο, γενναῖο καὶ τέλειο».
Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ φαίνεται πὼς οἱ Ἅγιοι μελωδοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἦταν δοχεῖα τοῦ Πνεύματος, καθόριζαν τοὺς ἤχους ποὺ ἐμέλιζαν. Δὲν μελοποιοῦσαν κατὰ τύχη, ἀλλὰ «παιδαγωγοῦντες καὶ βοηθοῦντες» τοὺς πιστούς, ὥστε μέσα ἀπὸ τὸν ποιητικὸ λόγο καὶ τὴν ἁρμονία τοῦ μέλους νὰ δοξάζεται ὁ Ἀναστάσιμος Χριστός.